Ο άγραφος θρύλος λέει ότι την εποχή που οι Ενετοί κατείχαν τα κάστρα στο Ρίο και το Αντίρριο (ίσως αυτό να μην είναι απολύτως ακριβές, ιστορικά) ένας καρδινάλιος έκαμε περιοδεία στο εσωτερικό της Αιτωλίας. Προφανώς το επεισόδιο αυτό έγινε μετά το σχίσμα του 1054, όταν οι ορθόδοξοι είχαν διαρρήξει άγρια τις σχέσεις τους με την
Καθολική Εκκλησία. Ο καρδινάλιος λοιπόν λειτούργησε σε τρία μοναστήρια που βρίσκονταν στις όχθες της Τριχωνίδας.
Το πρώτο μοναστήρι, στο οποίο λειτούργησε, είναι των Αγίων Αποστόλων που οι ντόπιοι ονομάζουν «Παλιομανάστηρο». Το μοναστήρι αυτό, εγκαταλειμμένο από πότε, λέει ο θρύλος, είναι χτισμένο στα ερείπια του αρχαίου Φίστυου. Σώζονται ακόμα σήμερα τα τείχη της αρχαίας αυτής Αιτωλικής πόλης, η οποία – με άλλους μύθους – συνδέεται με το αρχαίο Βουκάτιο, στην σημερινή Παραβόλα.
Το δεύτερο μοναστήρι στο οποίο λειτούργησε ο καρδινάλιος, βρισκόταν στον Πέρεβο, στην σημερινή τοποθεσία του Αϊλιά. Και αυτό το μοναστήρι, κατά τις ενδείξεις, ήταν χτισμένο στα ερείπια αρχαίου ναού ή οικισμού.
Το τρίτο μοναστήρι ήταν στη Φωτμού, εγκαταλειμμένο επίσης από πότε, καθώς λέει ο θρύλος, είναι και αυτό στην παραλία επίσης της Τριχωνίδας.
Μετά την λειτουργία του καρδινάλιου οι ορθόδοξοι θεώρησαν αυτά τα μοναστήρια μολυσμένα από τον καρδινάλιο, γι’ αυτό τα εγκατέλειψαν.
Το μύθο αυτό τον έλεγε την δεκαετία του 1960 ο γέροντας Λάμπρος Παπανικολάου κι έλεγε ότι άκουσε να τον λένε οι παλιοί… Φαίνεται όμως ότι ο μύθος του μπάρμπα – Λάμπρου έχει κάποια ιστορική βάση, αφού η ύπαρξη του μοναστηριού στον Πέρεβο (που αποτελεί την πρώτη περίοδο του σημερινού μοναστηριού της Μυρτιάς) βεβαιώθηκε από την παράνομη ανασκαφή του αείμνηστου παπα – Βασίλη Παπανδρέου. Ο οποίος την δεκαετία του 1960 “έσκαψε” εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία του Ηλία Σιάχου και βρήκε ένα “πλουμιστό” δάπεδο, ένα ψηφιδωτό, κάτι τέτοιο. Από τον χώρο της ανασκαφής ο παπα – Βασίλης (προτού τον σταματήσει η Αστυνομία) πρόλαβε και ανέσυρε δύο κολόνες και ένα θραύσμα λευκής πέτρας, πάνω στην οποία υπήρχαν λίγα γράμματα κάποιας αρχαίας λέξης. Όμως παρενέβη – και δικαίως – η Αστυνομία, η οποία διέκοψε την ανασκαφή και διέταξε το χώσιμο του ευρήματος. Από τα τρία ευρήματα του παπα – Βασίλη σώζεται σήμερα μόνο η μία κολόνα, πεταμένη σαν μια κοινή πέτρα στο χώμα. Η άλλη κολόνα, η οποία δεν ήταν όπως αυτή που σώζεται, αλλά ήταν από λευκή πέτρα και έφερε σκαλισμένες ρίγες, μαζί με το θραύσμα που εκείνος το είχε “κολλήσει” στην κορυφή της, χάθηκαν κάποια νύχτα… Την κολόνα αυτή με το θραύσμα τα είχε αναρτήσει ο παπα – Βασίλης στην δεξαμενή που είχε κατασκευάσει πίσω από το ιερό του Αϊλιά για το πότισμα του κήπου του και βρίσκονταν επί πολλά χρόνια σε κοινή θέα. Ενδείξεις επίσης για την ύπαρξη του παλαιού μοναστηριού στον χώρο αυτό, είναι ότι μέχρι πριν λίγες δεκαετίες (στο κτήμα Καλαντζή) σώζονταν ερείπια παλαιών κτισμάτων και οι χωριανοί έλεγαν ότι εδώ ήταν Μετόχι του μοναστηριού (της Μυρτιάς). Μάλλον όμως τα κτίσματα που θυμούνται οι γεροντότεροι (και τα οποία δεν σώζονται σήμερα) δεν ήταν Μετόχι του μοναστηριού της Μυρτιάς, αλλά ερείπια του αρχαίου εκείνου μοναστηριού. Ένδειξη επίσης αποτελεί το γεγονός ότι, όταν ο Γιώργος Φλωρόπουλος έφτιαχνε το σπίτι του, βρήκε ένα «κιούπι», ένα μεγάλο πιθάρι, άδειο φυσικά, απομεινάρι της αποθήκης μάλλον του παλαιού μοναστηριού. Ακόμα μία ένδειξη είναι ότι, όταν ο μπάρμπα Λάμπρος Παπανικολάου έφτιαξε μια αποθήκη κι έσκαψε για το θεμέλιό της, βρήκε παλιό τάφο. Άδειο επίσης. Για να μην πάει το μυαλό αλλού…
Η ανασκαφή όμως του παπα – Βασίλη επιβεβαίωσε τον θρύλο που διηγιόταν ο μπάρμπα – Λάμπρος. Από τα ευρήματα αυτά προκύπτουν δύο ασφαλή συμπεράσματα: Πρώτον, ότι όντως υπήρχε μοναστήρι στην θέση αυτή (του Αϊλιά) και, δεύτερον, ότι (όπως τουλάχιστον και το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων) ήταν χτισμένο στα ερείπια αρχαίου ναού ή αρχαίου οικισμού. Άλλωστε αυτό μαρτυρούν και υπολείμματα μάλλον αρχαίου τείχους (ζωντανά στη μνήμη πολλών ακόμα και σήμερα, τουλάχιστον όσων θυμούνται τις μεγάλες τετράγωνες “κοτρόνες” που έμοιαζαν με κύβους στον περίγυρο του Αϊλιά) ένα αρχαίο τείχος που σήμερα δεν υφίσταται πλέον, αφού οι “κοτρόνες” θρυμματίστηκαν με δυναμίτες, επειδή ήταν εμπόδιο στα κτήματα.
Η ύπαρξη αυτού του μοναστηριού έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν αναφέρεται κανείς στην Ιστορία του σημερινού μοναστηριού της Μυρτιάς. Δεν γνωρίζουμε το όνομά του. Δεν έχουμε κανένα στοιχείο γι’ αυτό. Ξέρουμε όμως (πάλι από τον μύθο) ότι η εικόνα της Παναγίας «πέταξε» και πήγε και κρύφτηκε στη ρίζα μιας σμυρτιάς, όπου την βρήκε ένας βοσκός και στην θέση που βρέθηκε η εικόνα, οι χωριανοί έχτισαν το μοναστήρι από την αρχή για να ξορκίσουν την κατάρα του καρδινάλιου. Αυτό όμως είναι ένας κοινός μύθος και με μικρές παραλλαγές συναντιέται σε όλες τις ιδρύσεις μοναστηριών και ξωκλησιών. Είναι προφανές ότι οι ορθόδοξοι της εποχής εκείνης, όπως έκαμαν και σε αμέτρητες άλλες περιπτώσεις, προσέδωσαν θαυματουργές ιδιότητες στην εικόνα, την αφηγήθηκαν ως “ιπτάμενη”, για να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση του κόσμου τις δικές τους πεποιθήσεις. Ήταν πολύ βολικό από κάθε πλευρά να φτιάξουν ένα μύθο και να πουν ότι «η εικόνα πέταξε».
Μπορούμε λοιπόν να βγάλουμε ακόμα ένα συμπέρασμα: Ότι η εικόνα που “πέταξε” ήταν της Παναγίας. Δεν ήταν όμως της Μυρτιώτισσας. Επειδή Μυρτιώτισσα ονομάστηκε ΜΕΤΑ το πέταγμά της, όταν κρύφτηκε στη ρίζα της σμυρτιάς.
Μπορεί όμως να είναι ένας κατασκευασμένος μύθος ότι “πέταξε” η εικόνα της Παναγίας, ωστόσο δηλώνεται με το μύθο της ένα ιστορικό γεγονός: Ότι εγκαταλείφθηκε το προηγούμενο μοναστήρι, όπως εγκαταλείφθηκαν και τα άλλα δύο, των Αγίων Αποστόλων και της Φωτμού.
Μία ακόμα ένδειξη ότι στην περιοχή υπήρχε έντονη χριστιανική παρουσία πολύ πριν την ίδρυση του σημερινού μοναστηριού (ποιος να ξέρει από πότε ακριβώς;) αποτελεί και η τοιχογραφία σε μια κόχη του βράχου «Κατρουέλη», κάτω από το «Κλεφτολήμερο». Στην κόχη αυτή (μία μικρή σπηλιά είναι, διαμορφωμένη ως υποψία ναΐσκου, με την Αγία Τράπεζα κ.λ.π.) φτάνει κανείς από ένα εξαιρετικά δύσβατο “μονοπάτι”, επειδή είναι κάπου στη μέση του κάθετου βράχου. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών που είχαν κοντινές ιδιοκτησίες κάτω από τον βράχο και έβρισκαν εκεί καταφύγιο, όταν τους έπιανε η βροχή, η τοιχογραφία απεικόνιζε τους δώδεκα αποστόλους στον Μυστικό Δείπνο. Δυστυχώς ένας ντόπιος κυνηγός θησαυρών … έσκαψε με τον κασμά την τοιχογραφία, νομίζοντας ότι πίσω της θα έβρισκε κάποιο κρυμμένο θησαυρό… Ο υπογράφων είδε ο ίδιος ένα μικρό μέρος της τοιχογραφίας, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει. Στην κόχη αυτή τον οδήγησε ο μπάρμπα – Θύμιος Παπανικολάου, ο οποίος την είχε δει ολόκληρη, προτού καταστραφεί και την αφηγήθηκε όπως την θυμόταν.
Η εικόνα της Παναγίας που βρέθηκε στη ρίζα της σμυρτιάς, ονομάστηκε Παναγία της Μυρτιάς ή Παναγία Μυρτιώτισσα ή Παναγία Μυρτιδιώτισσα. Το όνομα του μοναστηριού άρχισε σιγά – σιγά να χρησιμοποιείται και για το χωριό. Πρώτη φορά που συναντιέται το όνομα «Μυρτιά», είναι κάπου στο 1600 και κάτι. Το χωριό που μέχρι να ονομαστεί επίσημα «Μυρτιά», λεγόταν «Γουρίτσα», συνδέθηκε με το μοναστήρι άρρηκτα, δεδομένου ότι μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα υπήρχαν ακόμα θύλακες της ιδιοκτησίας του στον κάμπο των 2.000 στρεμμάτων.
Η λέξη «Γουρίτσα» παραμένει ακόμα ισχυρή, παρά την σαφή υποχώρησή της. Θα σημειώσουμε ότι προέρχεται από την «Κουρήτιδα γη», η οποία – σύμφωνα με παλαιά έγγραφα – οριζόταν ως «η κάτωθεν του Θέρμου Κουρήτις γη». Η άνω του Θέρμου περιοχή ονομάζεται ακόμα και σήμερα «Απόκουρο», ορίζεται δηλαδή ως «η πέραν του Θέρμου περιοχή». Κουρήτις γη ήταν η γη των Κουρητών, ενός πανάρχαιου Ελληνικού φύλου, που προηγήθηκε των Αιτωλών (συνδέονται άμεσα με την γέννηση του Διός στο Ιδαίον άντρον της Κρήτης, εξ ου και «Κρήτη») διασώζονται όμως ακόμα σήμερα τα ίχνη από το πέρασμά τους στον τόπο. Ο λόφος πάνω από το Θέρμο λέγεται «Κουρί», αλλά και η πελεκημένη πέτρα που έπιναν νερό οι κότες λεγόταν “κουρήτος”. Από αυτούς βγαίνουν και οι “κούροι”. Οι Ακαρνάνες (που δεν κούρευαν τα μαλλιά τους) δεν ήταν αντίπαλοι των Αιτωλών, αλλά των Κουρητών (οι οποίοι κούρευαν τα μαλλιά τους, για να μην τους ενοχλούν στη μάχη).
Λοιπόν, η κάτω του Θέρμου Κουρήτις γη, είναι η Κουρήτις, είναι η Κουρήτισσα, είναι η Κουρίτσα, είναι η Γουρίτσα, η κατάληξη της οποίας «ίτσα» αποτελεί μια έκφραση ηπιότερης κλιματολογικής ίσως και γεωλογικής κατάστασης. Όμως στην λαϊκή μυθοπλασία η λέξη «Γουρίτσα» έχει πολλές άλλες εκδοχές. Το αναφέρουμε εδώ, επειδή ένας τοπικός μύθος (από τους πολλούς) συνδέεται με την ιστορία του μοναστηριού. Σταχυολογούμε αυτόν τον μύθο για να καταγραφεί μία λαϊκή εκδοχή προέλευσης της λέξης «Γουρίτσα». Είναι ένας μύθος που – όπως είπαμε – συνδέεται με το μοναστήρι, αλλά για χάρη της ακρίβειας, για να γίνει κατανοητό και το κλίμα παραγωγής των μύθων, πριν απ’ αυτόν θα αναφέρουμε και μερικές άλλες εκδοχές για την προέλευση της λέξης «Γουρίτσα».
Η Αιτωλική εγκυκλοπαίδεια εντελώς αυθαίρετα αναφέρει το όνομα κάποιου Γουριτσάν Αγά, επί τουρκοκρατίας δηλαδή. Όμως δεν υπήρξε κανένας Γουριτσάν Αγάς, για τον απλούστατο λόγο ότι ο κάμπος δεν ανήκε ποτέ σε κανέναν Τούρκο, ανήκε όμως στο μοναστήρι. Αν όντως υπήρχε, θα είχε σίγουρα διασωθεί έστω κάτι από την φήμη του. Δεν υπάρχει όμως καμία αναφορά στην τοπική προφορική παράδοση. Ο κάμπος ήταν περιουσία του μοναστηριού, όπως αποδεικνύεται και από παλιά έγγραφα, διανεμήθηκε δε στους χωριανούς σε τρεις φάσεις, κατά πρώτον το 1917, επί Ελευθερίου Βενιζέλου, κατά δεύτερον το 1932 και, κατά τρίτον, το 1952.
Υπάρχει ακόμα ο μύθος της Αγόρως, που χαϊδευτικά την έλεγαν Αγορίτσα. Η Αγορίτσα ήταν ένα όμορφο κορίτσι και ζούσε στα «Παλιοχώρια». Εκεί που ήταν τ’ αρχαία χρόνια το χωριό και σήμερα είναι ο λόφος (και το ξωκλήσι) της Αγίας Παρασκευής. Ερείπια του χωριού αυτού δεν υπάρχουν πλέον, ήταν όμως ορατά μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες. Αναφέρεται ακόμα και ένα ανάκτορο, ακουστό σαν «ανάκτορο της Πολιτομάρως», η οποία (λέει ο μύθος) ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα. Ο υπογράφων θυμάται στην περιοχή αυτή μικρά πήλινα αντικείμενα, με τα οποία παίζαμε ως παιδιά (και τα σπάγαμε) γιατί δεν ξέραμε ότι μπορεί να έχουν αξία. Στα «Παλιοχώρια» λοιπόν ζούσε η Αγορίτσα. Όμως βγήκε ένα «νταβάνι», ένα ιπτάμενο ζωύφιο, κάτι σαν αλογόμυιγα, και τσιμπούσε τους χωριανούς, οι οποίοι δηλητηριάστηκαν από τα τσιμπήματά του και πέθαναν όλοι. Σώθηκε μόνο η Αγορίτσα, η οποία παντρεύτηκε κι έφτιαξε το πρώτο σπίτι του σημερινού χωριού, αλλά στην απέναντι ράχη, για να μη θυμάται το θανατικό. Η Αγορίτσα δηλαδή αναφέρεται ως η πρώτη γυναίκα που ίδρυσε το σημερινό χωριό, προς τιμήν της οποίας ονομάστηκε Αγορίτσα, δηλαδή Γουρίτσα.
Υπάρχει όμως ένας άλλος ανάλογος μύθος, συνδεδεμένος με το μοναστήρι, ο οποίος αυτή τη φορά δεν δίνει το όνομα «Μυρτιά» στο χωριό, αλλά δίνει το όνομα «Γουρίτσα». Είναι ο μύθος που αφηγήθηκε πριν σαράντα χρόνια στον υπογράφοντα ο μπαρμπα – Βασίλης Αλευρέας, όταν ήταν σε ηλικία κοντά εκατό χρονών, ίσως και περισσότερο, ούτε αυτός ήξερε πόσο ακριβώς ήταν. Ο μπάρμπα – Βασίλης Αλευρέας είπε ότι αυτόν τον μύθο τον άκουγε (όταν ήταν παιδί) από τους γέροντες. Η φράση του αυτή δείχνει το μεγάλο βάθος του χρόνου, κατά τον οποίο έγινε το “γεγονός”. Οι «αυτόπτες μάρτυρες» του γεγονότος (μέσα από την αφήγηση του μπαρμπα – Βασίλη Αλευρέα) φτάνουν στα χρόνια του Αλή Πασά, ίσως να βίωσαν κιόλας την ιστορία αυτή, που τώρα τη λέμε μύθο.
Λοιπόν, ο φοβερός πασάς των Ιωαννίνων ήταν, λέει, φίλος του ηγούμενου (του μοναστηριού της Μυρτιάς). Κι επειδή ήταν φίλος του, έκλεισε όλα τα άλλα μοναστήρια της περιοχής και συγκέντρωσε όλους τους θησαυρούς τους στο μοναστήρι της Μυρτιάς. Αυτό το στοιχείο δεν ανήκει στο μύθο, αλλά στην Ιστορία. Έχει βεβαιωθεί από άλλες γραπτές μαρτυρίες. Στο μύθο ανήκει το άλλο μέρος του μύθου, ότι δηλαδή ο Αλής άκουσε για τα όμορφα κορίτσια του χωριού, έστειλε λοιπόν τον Βεληγκέκα του και είπε στον ηγούμενο να μαζευτούν στο μοναστήρι οι προύχοντες και να φέρουν μαζί τους όλα τα όμορφα κορίτσια του χωριού για να διαλέξει ανάμεσά τους την ομορφότερη, να την πάει στον Αλή. Όμως οι προύχοντες έκρυψαν τα όμορφα κορίτσια του χωριού και μάζεψαν τα άσχημα κορίτσια για να πάνε στη συνάντηση. Όταν ο Βεληγκέκας είδε τα άσχημα κορίτσια και δεν έβρισκε καμία ανάμεσά τους άξια για το χαρέμι του πασά, θύμωσε πολύ κι έτσι θυμωμένος ανεβαίνει στ’ άλογό του και καβάλα στ’ άλογο μπαίνει μέσα στο ναό και άρχισε να χτυπάει με το γιαταγάνι του τις εικόνες. Όντως οι τοιχογραφίες φέρουν ακόμα σήμερα τα ίχνη από το γιαταγάνι του Τούρκου και μπορεί να τις δει ο καθένας. Ο Τούρκος πάει μετά να περάσει με το άλογο την Ωραία Πύλη για να μπει και να χαλάσει την Αγία Τράπεζα. Μόλις όμως πάτησε το σκαλί, το άλογο σωριάστηκε νεκρό. Ο Τούρκος φοβήθηκε. Για να εξιλεωθεί από την ιεροσυλία που διέπραξε, έβγαλε την αρματωσιά του και την αφιέρωσε στην εικόνα της Παναγίας ζητώντας συγχώρεση. Έγινε, λέει, και χριστιανός. Φυσικά άφησε ελεύθερα όλα τα άσχημα κορίτσια και είπε στους προύχοντες να φύγουν, χωρίς να απαιτήσει να του φέρουν τις όμορφες που είχαν κρυμμένες. Το θαύμα έγινε παντού γνωστό (μετά το “πέταγμα” της εικόνας είναι το δεύτερο θαύμα που αναφέρεται) και για τα (όμορφα εκείνα) κορίτσια έδωσαν το όνομα στο χωριό και το είπαν «Κουρίτσια» (έτσι προφέρονται στην ντοπιολαλιά τα «κορίτσια»). Τα «Κουρίτσια», έγιναν μετά «Γουρίτσα».
Υπήρχε ανέκαθεν στο χωριό μια αίσθηση ότι στο μοναστήρι κρύβονται θησαυροί. Έχουν γίνει πολλές ανασκαφές εντός και εκτός του μοναστηριού. Υπάρχει η φήμη ότι ένας καλόγερος βρήκε όντως θησαυρό, που ήταν θαμμένος στον εσωτερικό χώρο του οικοδομήματος, και ότι αυτός ο καλόγερος εντοπίστηκε αργότερα κάπου στην Αθήνα ως ιδιοκτήτης πολυκατοικιών.
Πάντως, από τους θησαυρούς που όντως είχε το μοναστήρι και από τους θησαυρούς που συγκέντρωσε στο μοναστήρι ο Αλή πασάς για χάρη του ηγούμενου που ήταν φίλος του, δεν βρέθηκε τίποτα. Σε σχετική ερώτηση του υπογράφοντος προς τον πατέρα Σωφρόνιο, την δεκαετία του ’80, εκείνος απάντησε ότι «δεν βρήκα τίποτα, μόνο ένα καζάνι βρήκα κι ένα μικρό βιβλίο».
Όλα είχαν λεηλατηθεί. Ο υπογράφων είδε ο ίδιος βιβλία έκδοσης Τεργέστης του 1648, τα οποία έφεραν την σφραγίδα της Ιεράς Μονής Μυρτιάς, αλλά βρίσκονταν αλλού, σε άλλα χέρια. Ανάμεσα στα βιβλία αυτά ήταν κι ένα Βυζαντινό χειρόγραφο, το οποίο ζητήθηκε από Γερμανό αρχαιολόγο την δεκαετία του ’60 έναντι ποσού τριών εκατομμυρίων δραχμών, τότε! Το βιβλίο αυτό δεν πουλήθηκε στον αρχαιολόγο, η τύχη του όμως είναι άγνωστη από ένα σημείο και ύστερα.
Η αίσθηση για την ύπαρξη θησαυρών στο μοναστήρι δεν ήταν αδικαιολόγητη. Ένα επεισόδιο που διηγούνται οι χωριανοί, είναι ενδεικτικό:
Μετά την Κατοχή, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, ο τότε ηγούμενος του μοναστηριού κάλεσε τους χωριανούς και τους μοίρασε σιτάρι. Τους έκαμε όμως μεγάλη εντύπωση ότι δεν τους άφησε να μπουν μέσα. Κλείδωσε μάλιστα την πύλη και κουβαλούσε το σιτάρι μόνος του για να τους το δίνει έξω από αυτήν. Δεν ήθελε να δουν οι χωριανοί την κρύπτη, στην οποία το είχε φυλαγμένο. Κρίνοντας από τη μεγάλη ποσότητα σιταριού που μοίρασε ο καλόγερος, η κρύπτη αυτή ήταν μάλλον μεγάλη, όσο και άγνωστη. Άγνωστη και τότε, άγνωστη και σήμερα. Η ύπαρξη κρύπτης πρέπει να θεωρείται δεδομένη, εντούτοις οι θεωρίες για την προέλευση και την χρήση της είναι αδύνατο να θεωρηθούν αξιόπιστες. Να σημειωθεί επίσης ότι η κρύπτη έμεινε ανέπαφη από τον βομβαρδισμό των Γερμανών. Προφανώς εξ αιτίας της καλής προφύλαξής της… Ο δε βομβαρδισμός των Γερμανών έγινε μετά την περίφημη μάχη της Γουρίτσας, στην οποία σκοτώθηκαν 132 Γερμανοί, μετά από ενέδρα που τους έστησαν οι αντάρτες στις στροφές. Το πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο χτυπήθηκε από τους αντάρτες στον δρόμο που φαίνεται ακριβώς κάτω από το μοναστήρι. Από την Γερμανική φάλαγγα διασώθηκε μόνο ένας Γερμανός, ο οποίος πήδησε προς τα κάτω και χάθηκε μέσα στα σκίνα και τα πουρνάρια, έφτασε στην παραλία της Τριχωνίδας και πεζός κατάφερε να επιστρέψει στο Αγρίνιο, όπου διηγήθηκε στους ανωτέρους του τα καθέκαστα. Οι Γερμανοί για να εκδικηθούν, βομβάρδισαν το χωριό, αλλά κάηκε μόνο ένα σπίτι (του Μπριάνη) και σκοτώθηκε ένας γάιδαρος, επειδή οι χωριανοί είχαν προλάβει και είχαν φύγει όλοι στους λόφους. Καταστράφηκαν όμως όλα τα κελιά του μοναστηριού. Ααργότερα τα αναστήλωσε ο πατήρ Σωφρόνιος, όταν ανταποκρίθηκε στο αίτημά του η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Όμως ο ναός που στέκει εκεί από τον 12ο αιώνα, δεν έπαθε τίποτα από τον σφοδρό βομβαρδισμό, γεγονός που από τους χωριανούς θεωρήθηκε ως ένα ακόμη θαύμα. Ως φαίνεται όμως, δεν έπαθε τίποτε ούτε η άγνωστη κρύπτη… Άρα υπάρχει μέχρι και σήμερα…
Ολόκληρος σχεδόν ο κάμπος της Μυρτιάς (ή της Γουρίτσας) ανήκε ιδιοκτησιακά στο μοναστήρι. Ο ηγούμενος προσελάμβανε έναν επιστάτη για να επιβλέπει τους χωριανούς που δούλευαν ως κολίγοι στον κάμπο. Νοίκιαζαν κτήματα και τα καλλιεργούσαν έναντι κάποιου τιμήματος. Υπάρχον επίσημοι παλιοί κατάλογοι του μοναστηριού οι οποίοι αναφέρουν ονόματα και μερίδια. Οι κατάλογοι αυτοί είναι απείρως χρήσιμοι, επειδή καταγράφουν ονόματα χωριανών και οικογενειών σχεδόν αμέσως μετά το 1821. Ονόματα που μερικά εξ αυτών δεν υπάρχουν σήμερα. Η μελέτη των καταλόγων αυτών μπορεί να οδηγήσει σε πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα.
Οι παλιοί έλεγαν διάφορες πικρές ιστορίες για την συμπεριφορά και την εκμετάλλευση του επιστάτη. Η κατάσταση αυτή δεν διορθώθηκε με την επανάσταση του ’21. Κράτησε μέχρι το 1917, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκαμε ένα Νόμο διανομής γεωργικής γης. Η Γουρίτσα δεν ήταν μέσα στο Νόμο αυτό. Τη λύση έδωσε ο Παντελής Μπίκας. Ήταν εκείνη την εποχή ο μοναδικός στο χωριό που είχε βγάλει Σχολαρχείο. Κάπου κάποτε είχε γνωρίσει τον Βενιζέλο και είχαν γίνει φίλοι. Αποφάσισε να πάει στην Αθήνα και να τον βρει για να του ζητήσει να εντάξει και τη Γουρίτσα στο σχέδιο. Πήγε, βρήκε τον Βενιζέλο, κι έμεινε, καθώς λένε, περισσότερο από δύο μήνες εκεί. Για ν’ ανταπεξέλθει στα έξοδα του ταξιδιού του, πούλησε ένα μικρό κτήμα που είχε. Η προσπάθειά του όμως εστέφθη από επιτυχία. Ένα μεγάλο μέρος του κάμπου διανεμήθηκε στους χωριανούς.
Όταν όμως ήρθε η ώρα της κλήρωσης για το ποιος χωριανός θα πάρει τι, οι χωριανοί αποφάσισαν να μη βάλουν στην κληρωτίδα και το όνομα του Παντελή Μπίκα, με αιτιολογικό ότι ήταν ανύπανδρος και δεν είχε οικογένεια. Ο Παντελής Μπίκας όντως δεν είχε οικογένεια και φημιζόταν για το πάθος του στην χαρτοπαιξία. Όμως η αγνωμοσύνη αυτή των χωριανών δεν ήταν δίκαιη και είχε ως αποτέλεσμα να πεθάνει πάμφτωχος ο ευεργέτης τους. Τον βρήκαν τρεις μέρες μετά τον θάνατό του σε μια καλύβα, από τη μυρουδιά. Τα ποντίκια του είχαν φάει τ’ αυτιά… Αυτό ήταν το τραγικό τέλος ενός Μυρτιώτη που έκαμε ένα μεγάλο καλό στο χωριό του.
Μετά από αυτή την διανομή της μοναστηριακής περιουσίας ακολούθησαν άλλες δύο, το 1932 και το 1952, όταν μοιράστηκε η τελευταία ιδιοκτησία του μοναστηριού στον κάμπο, στη θέση «Αμπέλι», όπου δόθηκαν στους ακτήμονες χωριανούς 106 μερίδες των 300 τ.μ. εκάστη. Ήταν τότε που κάποιος οξυδερκής πρότεινε να ανταλλαχτούν οι 106 αυτές μερίδες με αντίστοιχη έκταση ιδιοκτητών στον Αϊλιά (στον τόπο δηλαδή που ήταν το αρχαίο μοναστήρι) ώστε να γίνουν 106 οικόπεδα και ν’ αναπτυχθεί ένας σύγχρονος οικισμός. Δυστυχώς για μιαν ακόμα φορά επικράτησαν ιδιοτελείς σκέψεις των προυχόντων, οι οποίοι δεν ήθελαν μια μετακίνηση του κέντρου του χωριού από την Άνω Μυρτιά στην Κάτω Μυρτιά. Έτσι το χωριό έχασε την ευκαιρία να γίνει ένας παραλίμνιος οργανωμένος οικισμός, ο μοναδικός γύρω από τη λίμνη που θ’ αναπτυσσόταν ακριβώς στην παραλία της Τριχωνίδας.
Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που έμεινε στο μοναστήρι, είναι ο ελαιώνας, ο οποίος υπολογίζεται σε 300 στρέμματα. Η καταστροφική ανασκαφή του Τζάθα, που διαδέχθηκε τον Σωφρόνιο, έβγαλε πάντως και σ’ ένα καλό: Βρέθηκαν μηχανικά υπολείμματα παλαιού ελαιοτριβείου στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού. Στοιχείο που αποδεικνύει τόσο την ποσότητα του λαδιού που παρήγαγε το μοναστήρι, όσο και την οργάνωσή του.
Το μοναστήρι – πέραν της θρησκευτικής – είχε μια πολύ βαθύτερη όσο και βιωματική σχέση με τους χωριανούς. Σχεδόν δίπλα του υπήρχε χοροστάσι, όπου χόρευαν το γαϊτανάκι την τρίτη μέρα της Λαμπρής. Το έθιμο αυτό (απομεινάρι αρχαίας γιορτής) συνεχίζεται σήμερα στη Μόκιστα (Αγία Σοφία) και στην Ανάληψη Τριχωνίδας. Έπαψε όμως προ πολλού να γίνεται στη Μυρτιά, στο μοναστήρι. Το θυμούνται όμως κάποιοι γέροντες και είναι ένα ακόμα στοιχείο που αποδεικνύει την παλαιότερη οργανική σχέση του μοναστηριού με το χωριό.
Πριν σαράντα – πενήντα χρόνια ζούσαν στη Μυρτιά περισσότεροι από δύο χιλιάδες άνθρωποι, λειτουργούσαν δύο σχολεία με 180 παιδιά και τα δύο. Τώρα έχουν απομείνει 700 περίπου μόνιμοι κάτοικοι (οι περισσότερο εξ αυτών συνταξιούχοι) ελάχιστος ενεργός πληθυσμός και, φυσικά, ελάχιστα παιδιά.
Μαζί μ’ αυτή την κατολίσθηση του χωριού, συνέβη όμως και μια κάποια απομάκρυνση των χωριανών. Το μοναστήρι, ως έννοια, αν και ήταν αυτό που έδωσε το όνομά του στο χωριό, έχασε την παλιά ζωντανή σχέση που είχε με τους κατοίκους, έπαψε να είναι ενσωματωμένο στη συνείδηση του χωριού εξ αιτίας της συχνής παρουσίας άλλων προσκυνητών, κυρίως Αγρινιωτών, που πήραν τα πρωτεία στην φροντίδα του, αν και κατά τη μακρόχρονη περίοδο που ήταν ηγούμενος ο πατήρ Σωφρόνιος, η παρουσία του ως ιερέα στον Αγιάννη της Άνω Μυρτιάς έφερνε και το μοναστήρι πολύ κοντά στην παλιά του οργανική σχέση με το χωριό.
..