Τα βασικά και τα απλά είναι αυτά που σε κάνουν πλούσιο

Ο Τζαννής Πολυκανδριώτης είναι τελειόφοιτος στην Καλών Τεχνών. Πριν από 15 χρόνια ο ισχυρός σεισμός στην Αθήνα του άλλαξε τη ζωή. Για πάντα.

Κάποτε ένας Αμερικάνος συγγραφέας είχε πει ότι «κάθε άνθρωπος που συναντάς, κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει». Η φράση αυτή ήταν αποτυπωμένη στο μυαλό μου πηγαίνοντας να συναντήσω τον Τζαννή Πολυκανδριώτη. Όταν το ημερολόγιο έγραφε 7 Σεπτέμβρη 1999, ένας ισχυρός σεισμός στην Αθήνα αλλάζει τις ζωές πολλών ανθρώπων. Τότε ένα δεκάχρονο αγόρι συγκλονίζει το πανελλήνιο με την ψυχική δύναμη και την απίστευτη θέληση του να βγει ζωντανός από τα ερείπια. Μετά από 15 χρόνια, ο Τζαννής είναι ένας τελειόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών, που ασχολείται με πολλά χρώματα, ονειρεύεται για τους πολλούς και ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον. Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1989, αλλά μετά από εκείνο το μεσημέρι αισθάνεται σαν να ξαναγεννήθηκε για δεύτερη φορά. «Βγαίνοντας ζωντανός με χτυπημένο το πόδι μου, άρχισα πάλι από την αρχή. Έκανα τα πρώτα βήματα, όπως όταν ήμουν πιτσιρίκι, ύστερα δειλά-δειλά άρχισα να περπατώ και στην συνέχεια ξανασηκώθηκα. Όλα από το μηδέν, αφού έχεις χάσει σπίτι, τον πατέρα σου, τα πάντα και προσπαθείς να ξαναδημιουργηθείς».

Πώς ήταν η ζωή σου μέχρι την 7η Σεπτεμβρίου;

Μεγαλώσαμε με δυσκολίες, δεν πηγαίναμε διακοπές, η καθημερινότητά μας ήταν τα χωράφια τα οποία νοίκιαζε ο πατέρας μου και δούλευε σε αυτά. Στερηθήκαμε πολλά για να καταφέρουμε να χτίσουμε αυτό το σπίτι που μας πλάκωσε.

Τι θυμάσαι εκείνη την ημέρα;

Η μέρα μας είχε ξεκινήσει πηγαίνοντας στο μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, είναι λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας. Μετά θυμάμαι να κάνω ποδήλατο και να έρχεται ο πατέρας μου να με φωνάζει, επειδή ήταν μεσημέρι. Ήμαστε σπίτι όλοι, εκτός από την μητέρα μου που δούλευε. Ο πατέρας μου με την αδερφή μου έβλεπαν τηλεόραση στο δωμάτιο και εγώ ήμουν στην κουζίνα για να ζεστάνω λίγο γάλα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά γίνεται ο σεισμός, τρέχω αμέσως στο δωμάτιο, έντρομες φωνές από όλους μας και ταυτόχρονα μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βλέπω τους τοίχους να ανοίγουν. Δεν θα ξεχάσω όταν έφτασα στο δωμάτιο να προλαβαίνω να δω το βλέμμα του πατέρα μου… Στην συνέχεια οι ήχοι που προκαλούνταν από την πτώση της πολυκατοικίας… πανικός, ο πατέρας μου τρέχει να αγκαλιάσει εμένα και τις αδερφές μου, τότε ο τοίχος τον πλακώνει, ένα καλοριφέρ πέφτει πάνω στα πόδια μου και εκεί λοιπόν που είσαι όρθιος, βρίσκεσαι στο απέραντο σκοτάδι ξαπλωτός. Ευτυχώς με τις αδερφές μου βρισκόμασταν σε πολύ κοντινή απόσταση και μπορούσαμε να μιλάμε και να πιανόμαστε μεταξύ μας. Πολλές φορές τραβούσα τα μαλλιά της για να καταλάβω ότι είναι ζωντανή. Όμως με τον πατέρα μου καμία επικοινωνία. Εμείς δεν ξέραμε τι είχε γίνει, του μιλούσαμε, φωνάζαμε, αλλά απάντηση δεν παίρναμε. Χάρη σε αυτόν επιζήσαμε εγώ και οι αδερφές μου. Ήταν πυγμάχος, γεροδεμένος, ψηλός και εξαιτίας του σώματός του μεσολαβούσε ένα κενό, το οποίο ήταν η σανίδα σωτηρίας μας. Σκέψου, όλα για λίγα εκατοστά, αν ήταν διαφορετικά, ίσως δεν θα υπήρχα σήμερα, σαν ένα μικρό θαύμα. Έμεινα περίπου 24 ώρες μέσα στο σκοτάδι. Δεν ήθελα να πιστέψω ούτε μια στιγμή ότι δεν θα ζήσω, έλεγα ότι ένας εφιάλτης είναι και σε λίγο θα ξυπνήσω. Το πόδι μου είχε πάθει γάγγραινα και θυμάμαι σε μια φάση να έχω τσαντιστεί που αργούσαν να με απεγκλωβίσουν, γιατί μου έλεγαν συνέχεια «σε λίγο, σε λίγο» και εγώ δεν είχα άλλη υπομονή. Βέβαια, ήταν ήρωες οι άνθρωποι. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μια από τις διασώστριες, η Σοφία Μπεφόν, το 2001 σκοτώθηκε από την πτώση του ελικοπτέρου του ΕΚΑΒ στο Σούνιο. Η μητέρα σου πώς τις έζησε αυτές τις δραματικές στιγμές;

Η μητέρα μου ήταν στην δουλειά. Τότε, λόγω του σεισμού, τους έδιωξαν από την εργασία για να πάνε σπίτια τους. Μας καλούσε στο σταθερό τηλέφωνο, κινητά δεν είχαμε τότε, για να δει αν είμαστε καλά και χτυπούσε

κανονικά. Φυσικά το μυαλό της δεν πήγε στο κακό και σκεφτόταν ότι μετά από τέτοιον σεισμό θα έχουμε κατέβει κάτω στο δρόμο ή ότι θα πηγαίναμε να την πάρουμε. Φτάνοντας στο σημείο, είδε αντί για πολυκατοικία μια στοίβα από χαλάσματα. Τρελάθηκε. Όλοι της έλεγαν «κάνε κουράγιο», αφού δεν πίστευε κανείς ότι υπήρχε περίπτωση να βγει κανείς ζωντανός από εκεί μέσα. Για την μητέρα μου ήταν η δεύτερη φορά που έμενε στο δρόμο με τα ρούχα που φορούσε, αφού η πρώτη ήταν με την εισβολή στην κατεχόμενη Κερύνεια. Η μάνα μου ήταν και ο πατέρας μου, είναι μεγάλη ψυχή.

Οι δυσκολίες όμως για την οικογένεια του Τζαννή δεν σταμάτησαν. Για δύο χρόνια έμεναν

σε τροχόσπιτο. Για τέσσερις μήνες βρισκόταν στο νοσοκομείο, για αρκετό καιρό σε καταστολή, ενώ τα χειρουργεία ήταν αλλεπάλληλα. «Όταν ξύπνησα μετά από αρκετό καιρό ζητούσα να δω τον πατέρα μου, ενώ με διάφορες δικαιολογίες προσπαθούσαν να μου αποκρύψουν το ότι δεν ήταν ζωντανός», μου λέει χαρακτηριστικά, αν και είχε καταλάβει ότι εκείνο το βλέμμα του πατέρα του κατά την διάρκεια του σεισμού ήταν η τελευταία εικόνα που θα του έμενε από αυτόν.

Πρέπει να αγγίξει κάποιος το τέλος για να κάνει μια νέα αρχή;

Σήμερα τίποτα δεν είναι σίγουρο, έχω μάθει ποτέ να μην λέω ποτέ και επίσης ότι το πάντα δεν ισχύει για πάντα. Ο θάνατος χτυπάει την πόρτα σου ανά πάσα στιγμή και όλα είναι πιθανά. Πώς από το σκοτάδι βγαίνεις και ανακαλύπτεις το φως;

Εγώ το έζησα στην πράξη. Όταν βγήκα τα πρώτα λεπτά από τα ερείπια μου έβαλαν ένα καπελάκι πάνω στο πρόσωπό μου γιατί δεν μπορούσα να αντέξω το φως, με ενοχλούσε. Εκεί λοιπόν που θες να χαρείς αυτό το μεγαλείο, δεν μπορείς αμέσως, έτσι είναι και η ευτυχία, θέλει προσπάθεια.

Τι είναι η ζωή μας, ένα σύνολο από εμπειρίες;

Φυσικά, εμπειρίες αλλά και γνωριμίες. Από τους ανθρώπους που συναντάς, από τα προβλήματά τους και από κάποια πράγματα που ζει ο διπλανός σου νομίζω ότι μπορείς να μάθεις πάρα πολλά.

Οι πληγές μας είναι αυτές που μας διδάσκουν;

Πιστεύω και οι πληγές και οι χαρές, γιατί είναι αυτές που μας δίνουν χρόνια στην ζωή μας.

Πώς νικά κάποιος το φόβο;

Είναι θέμα αντοχής και δύναμης. Αν τον ξεπεράσεις θα βγεις νικητής. Πάντοτε μετά το σεισμό φοβόμουν και αναρωτιόμουν «θα είναι γερό το νέο σπίτι που θα πάμε να μείνουμε;». Πρέπει να τον καταργείς τον φόβο, αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα».

Τι είναι για σένα η ζωγραφική;

Με την ζωγραφική κάνω

τα ταξίδια που δεν μπορούσα να απολαύσω

στην πραγματικότητα. Καταφέρνω να δημιουργώ νέους κόσμους.

Αφού σου αρέσει η ζωγραφική, ποιο είναι το χρώμα της ζωής σου;

Η ζωή μου είχε γκρίζο φόντο, μετά έγινε μαύρο, αλλά θεωρώ ότι η μεγάλη επιτυχία μου είναι ότι αφού κατάφερα να ξεπεράσω πολύ μεγάλες δυσκολίες νομίζω έχει πάει στο λευκό, θυμάμαι πόσο χάρηκα ακόμα και όταν πήρα το δίπλωμα οδήγησης. Πάντως επειδή μου αρέσει η ελπίδα, θα προτιμούσα τα χρώματα από το ουράνιο τόξο, που είναι πολλά και σηματοδοτούν το τέλος της βροχής.

Αν σου έλεγα να μου ζωγραφίσεις το μέλλον τι θα μου έλεγες;

Θα έβαζα σίγουρα τα πιο ωραία και πιο ανοιχτά χρώματα.

Επιστρέφεις στο παρελθόν;

Περνώ από εκεί, σχεδόν κάθε μέρα, δεν θέλω και ούτε πρόκειται να ξεχάσω τίποτα. Είναι σαν την τσάντα του σχολείου, δεν μπορείς να πετάξεις από μέσα τα βιβλία, γιατί αυτές είναι οι γνώσεις σου.

Τι όνειρα κάνεις;

Ονειρεύομαι

πράγματα για τους πολλούς. Μικρός σκεφτόμουν διαφορετικά, όλοι ξεκινήσαμε με άλλα όνειρα, τώρα πλέον εστιάζω στα βασικά και τα απλά, αφού αυτά σε κάνουν πλούσιο. Κείμενο: Γιάννης Πανταζόπουλος

Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Πηγή

Via

..
             -->
Νεότερη Παλαιότερη