TITLOS
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Επίσκοπος
ονομάζεται ένα χειροτονημένο μέλος της χριστιανικής εκκλησίας το οποίο
κατέχει θέση πνευματικής επίβλεψης των πιστών μιας εκκλησίας ή
εκκλησιάσματος. Ο όρος "επίσκοπος" εμφανίζεται ήδη από τα έργα του Ομήρου και σημαίνει "επιβλέπων, φρουρός, επιθεωρητής", και με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται σε διάφορα σημεία στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Ο
αναληφθείς Ιησούς Χριστός αποκαλείται "επίσκοπος" της εκκλησίας καθώς
αυτός στη συνείδηση των χριστιανών θεωρείται ως επιβλέπων, φρουρός και
επιθεωρητής των μελών της εκκλησίας. Ωστόσο ο όρος επίσκοπος είναι περισσότερο γνωστός ως αναφερόμενος στο αξίωμα που έχουν ορισμένα άτομα στη χριστιανική Εκκλησία. Ως επισκοπεία ορίζεται:
α) το αξίωμα του επισκόπου που υφίσταται στις χριστιανικές ομολογίες, και
β) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας επίσκοπος ασκεί τα εκκλησιαστικά του καθήκοντά. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία επίσκοπος είναι ο αιρετός κληρικός που φέρει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Πατριάρχης
είναι ο αρχηγός της πατριάς, του γένους. Αρχικά ο πατριάρχης ήταν ένα
άτομο που ασκούσε αυτοκρατική εξουσία ως η κεφαλή της ευρύτερης
οικογένειας. Αυτό το σύστημα εξουσίας που ασκείται από άρρενες αρχηγούς
ονομάζεται πατριαρχία. Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές
ως πατριάρχης αναφέρεται ο αρχηγός φυλής του Ισραήλ, με πολλούς
απογόνους, όπως οι προπάτορες του έθνους Ισραήλ Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και
οι 12 γιοι του.
Την ιστορία των πατριαρχών αφηγείται το βιβλίο
της Γένεσης. Πατριάρχες αποκλήθηκαν επίσης οι προεδρεύοντες στα Ιουδαϊκά
συμβούλια στη Συρία και την Περσία μετά τηνκαταστροφή της Ιερουσαλήμ. Από
τα τέλη του 1ου αιώνα ως τις αρχές του 5ου αιώνα (με την κατάλυση του
θεσμού από τον Θεοδόσιο Β') οι Ιουδαίοι έδιναν τον τίτλο του Πατριάρχη
σε μια σειρά θρησκευτικών ηγετών, οι οποίοι πιστευόταν ότι κατάγονταν
από τη φυλή του Ιούδα.[1] Στην εκκλησιαστική Ιστορία
αναφέρεται ότι αρχικά όλοι οι επίσκοποι ελάμβαναν αυτό το τίτλο του
Πατριάρχη. Από τον 5ο όμως αιώνα άρχισε να περιορίζεται, χορηγούμενος
μόνο στους επισκόπους των πέντε πρεσβυγενών θρόνων της χριστιανοσύνης,
δηλαδή της Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Κωνσταντινούπολης και
Ιερουσαλήμ. Τίτλος Πατριάρχου: Μακαριώτατος:
Ο όρος Μακαριώτατος ή Μακαριότατος αποτελεί τιμητικό εκκλησιαστικό
τίτλο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. O όρος Μακαριώτατος προέρχεται
από το απλό κοσμητικό επίθετο μακάριος, δηλαδή εκείνον που απολαμβάνει
ευτυχία και γαλήνη. Αυτός ο τίτλος αποδιδόταν, επίσης, στους Βυζαντινούς
Αυτοκράτορες. Για τα τέσσερα Παλαίφατα, Πρεσβυγενή Πατριαρχεία: Κωνσταντινουπόλεως (Οικουμενικό), Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων: Θειότατος. Ειδικά ο Οικουμενικός προσαγορεύεται: Παναγιώτατος.
[Επιστολές απευθύνονται: προς την ΑΘΠ τον Οικουμενικόν Πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως κύριον κύριον Βαρθολομαίον (ΑΘΠ: την Αυτου Θειοτάτην
Παναγιότητα)] Για τα τέσσερα Νεοπαγή Πατριαρχία: Μόσχας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας: Μακαριώτατος. Ο Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας προσφωνείται: "Αγιώτατος" ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Αρχιεπίσκοπος
είναι θρησκευτικός τίτλος με τον οποίο ονομάζεται ο πρώτος κατά
ιεραρχική τάξη Επίσκοπος ή ο Προϊστάμενος Επισκόπων.Το αξίωμα και η
διάρκεια της θητείας του Αρχιεπισκόπου καλείται Αρχιεπισκοπία
Μέχρι
της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325) δεν υπάρχει κανένα
έγγραφο ή άλλο στοιχείο που να μαρτυρά περί της χρήσεως του όρου. Κατά τη Δυτική παράδοση όταν ο επίσκοπος Ρώμης Δαμάστιος Α’ (366-384)
επιχειρούσε τη κατήχηση ενός αλλόθρησκου εκείνος του απάντησε: «Κάνε με
Αρχιεπίσκοπο και τότε γίνομαι χριστιανός» εξ αυτού συνάγεται ότι τον 4ο
αι. ήταν ήδη γνωστός ο όρος. Αρχιεπίσκοποι, επικεφαλείς Αυτοκεφάλων Εκκλησιων: Κύπρου, Αθηνών, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας: Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοποι,
που δεν είναι επικεφαλείς Αυτοκέφαλων Εκκλησιών: Κρήτης, Αμερικής,
Αυστραλίας και Αγγλίας [Οι οποίοι είναι ημι-αυτόνομοι, και υπάγονται
κάπου, όπως π.χ. στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Αρχιεπισκοπή Σινά κ.α. του
Πατριαρχ.Ιεροσολύμων] Σεβασμιώτατος ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Στην
Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία ο κληρικός που διοικεί μία μητροπολιτική
περιφέρεια ονομάζεταιΜητροπολίτης. Ο βαθμός ιεροσύνης που οφείλει να
κατέχει κάποιος ως Μητροπολίτης είναι αυτός τουεπισκόπου.
Κατά
τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Γαβριήλ Φιλαδελφείας στο έργο του "Περί
ιερωσύνης",Μητροπολίτης καλείται ο επίσκοπος "δια τι είναι ως μήτηρ της
πόλεώς του". Η μητροπολιτική περιφέρεια ως έδρα του έχει υπόσταση, είναι δηλαδή ποιμαντικά ενεργός σε μία συγκεκριμένη πληθυσμιακή μερίδα. Τίτλος Μητροπολίτου Σεβασμιώτατος. Εξαίρεση για τους Μητροπολίτες α) Θεσσαλονίκης και β) Μονεμβασίας και Σπάρτης [μέσα στην περιφέρειά τους και μόνον]: Παναγιώτατος. Τιτουλάριοι Μητροπολίτες [χωρίς Επαρχία και Διοικητική Αρχή] και Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου: Πανιερώτατος. Απλοί Επίσκοποι (βοηθοί) και Χωρεπίσκοποι: Θεοφιλέστατος. ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Ο
όρος πρεσβύτερος αναφέρεται κυριολεκτικά σε ένα άτομο γεροντότερο,
μεγαλύτερο σε ηλικία από κάποιο άλλο. Ειδικότερα, προσδιορίζει ένα
θρησκευτικό λειτουργό, δημογέροντα, πρόεδρο σωματείου ή δάσκαλο.
Ως ιστορική αναφορά, μπορεί να περιγράφει ένα μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου ή ενός ιουδαϊκού συμβουλίου. Στην
Ορθόδοξη Εκκλησία και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το αξίωμα του
πρεσβυτέρου ταυτίζεται με εκείνο του ιερέα. Στους Μάρτυρες του Ιεχωβά
δεν υφίσταται τάξη κληρικών ή ιερέων και ο πρεσβύτερος —όρος συνώνυμος
με τον επίσκοπο— έχει την ευθύνη της ποίμανσης των μελών της τοπικής
εκκλησίας. Αρχιμανδρίτες με πτυχίο Ανώτατης Σχολής: Πανοσιολογιώτατος.
Αρχιμανδρίτες άνευ πτυχίου: Πανοσιώτατος.
Ιερείς έγγαμοι με πτυχίο Ανωτάτης Σχολής: Αιδεσιμιολογιώτατος.
Ιερείς άνευ πτυχίου: Αιδεσιμώτατος. ΔΙΑΚΟΝΟΣ
Ο
όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των
χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό
ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα. Διάκονος στην Ορθόδοξη, αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης. Διάκονοι με πτυχίο Ανωτάτης Σχολής: Ιερολογιώτατος.
Διάκονοι άνευ πτυχίου: Ευλαβέστατος [βλ. Δίπτυχα Εκκλησίας 2005 σελ.1153-1154 εκδ.Απ.Διακονίας] ΜΟΝΑΧΟΣ Μοναχός
λέγεται το πρόσωπο το οποίο ακολουθεί τον ασκητισμό, αναχωρεί δηλαδή
από τον κόσμο, διαμένει μόνος του ή σε κοινόβιο (μοναστήρι), και
διαμέσου συνεχούς προσευχής επιδιώκει την προσέγγιση του πνεύματός του
με το Θεό.
Η πρακτική αυτή είναι πολύ διαδεδομένη στο Χριστιανισμό, αλλά απαντά και σε άλλες Θρησκείες. Ετυμολογικά
η λέξη σημαίνει αυτόν που είναι μόνος του, ξεχωριστά από τους άλλους.
Χρησιμοποιούνται και άλλοι συναφείς όροι, όπωςασκητής, ερημίτης,
αναχωρητής, καλόγερος. Ο μοναχός αλλάζει όνομα, ενδύεται ράσο,
παραιτείται από την περιουσία του και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο Θεό.
Επίσης κατά την κουρά του αποδίδεται σε αυτόν τον το Σχήμα του Μοναχού. Μοναχοί απλοί ή Μοναχοί με Ιερωσύνη [Ιερομόναχοι] με πτυχίο Ανωτάτου Σχολής: Οσιολογιώτατος. Μοναχοί άνευ πτυχίου: Οσιώτατος ΑΞΙΩΜΑΤΑ a. Διοικητικά
Πρωτοσύγκελος: ο άμεσος συνεργάτης ενός Μητροπολίτη, κατά κανόνα Αρχιμανδρίτης Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος: ο Διοικητικά Προϊστάμενος των Μητροπολιτικών Περιφερειών Αρχιερατικός Επίτροπος:
ο Διοικητικά Προϊστάμενος μιας επιμέρους Μητροπολιτικής Περιφέρειας πχ
Τριπόλεως: Βαλτετσίου, Κεντρ.Μαντινείας, Τεγέας, Παλλαντίου, Καστρίου,
Αστρους, Λεωνιδίου. Προσφώνηση κατά την ιερατική τάξη τους, ως ανωτέρω. b. Τιμητικά
Επίσης Αξιώματα Τιμητικά - Οφφίκια για τους εγγάμους Ιερείς, τα οποία εμφαίνονται από κάποιο διάσημο, όπως επιγονάτιο, σταυρό:Πρωτοπρεσβύτερος, Οικονόμος, Σακελάριος κ.α. Προσφώνηση κατά την ιερατική τάξη τους, ως ανωτέρω. Υπάρχει και τίτλος Πρωθιερεύς ή Πρωτόπαπας.
Αυτός χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα Επτάνησα, στους χρόνους της Ενετο-
Αγγλο- Γαλλο- κρατίας, όταν οι Λατίνοι δεν επέτρεπαν την ύπαρξη
Μητροπολίτη, επειδή ήθελαν να προβάλουν το Λατίνο Επίσκοπο.
Σ'αυτήν
την περίπτωση ο Πρωτόπαπας (έγγαμος Ιερέας) διοικούσε υπηρεσιακά τη
Μητρόπολη, χωρίς να έχει το δικαίωμα, φυσικά, να ενεργεί τα του
Επισκόπου (Xειροτονίες κ.λπ.).
Via
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Επίσκοπος
ονομάζεται ένα χειροτονημένο μέλος της χριστιανικής εκκλησίας το οποίο
κατέχει θέση πνευματικής επίβλεψης των πιστών μιας εκκλησίας ή
εκκλησιάσματος. Ο όρος "επίσκοπος" εμφανίζεται ήδη από τα έργα του Ομήρου και σημαίνει "επιβλέπων, φρουρός, επιθεωρητής", και με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται σε διάφορα σημεία στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Ο
αναληφθείς Ιησούς Χριστός αποκαλείται "επίσκοπος" της εκκλησίας καθώς
αυτός στη συνείδηση των χριστιανών θεωρείται ως επιβλέπων, φρουρός και
επιθεωρητής των μελών της εκκλησίας. Ωστόσο ο όρος επίσκοπος είναι περισσότερο γνωστός ως αναφερόμενος στο αξίωμα που έχουν ορισμένα άτομα στη χριστιανική Εκκλησία. Ως επισκοπεία ορίζεται:
α) το αξίωμα του επισκόπου που υφίσταται στις χριστιανικές ομολογίες, και
β) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας επίσκοπος ασκεί τα εκκλησιαστικά του καθήκοντά. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία επίσκοπος είναι ο αιρετός κληρικός που φέρει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Πατριάρχης
είναι ο αρχηγός της πατριάς, του γένους. Αρχικά ο πατριάρχης ήταν ένα
άτομο που ασκούσε αυτοκρατική εξουσία ως η κεφαλή της ευρύτερης
οικογένειας. Αυτό το σύστημα εξουσίας που ασκείται από άρρενες αρχηγούς
ονομάζεται πατριαρχία. Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές
ως πατριάρχης αναφέρεται ο αρχηγός φυλής του Ισραήλ, με πολλούς
απογόνους, όπως οι προπάτορες του έθνους Ισραήλ Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και
οι 12 γιοι του.
Την ιστορία των πατριαρχών αφηγείται το βιβλίο
της Γένεσης. Πατριάρχες αποκλήθηκαν επίσης οι προεδρεύοντες στα Ιουδαϊκά
συμβούλια στη Συρία και την Περσία μετά τηνκαταστροφή της Ιερουσαλήμ. Από
τα τέλη του 1ου αιώνα ως τις αρχές του 5ου αιώνα (με την κατάλυση του
θεσμού από τον Θεοδόσιο Β') οι Ιουδαίοι έδιναν τον τίτλο του Πατριάρχη
σε μια σειρά θρησκευτικών ηγετών, οι οποίοι πιστευόταν ότι κατάγονταν
από τη φυλή του Ιούδα.[1] Στην εκκλησιαστική Ιστορία
αναφέρεται ότι αρχικά όλοι οι επίσκοποι ελάμβαναν αυτό το τίτλο του
Πατριάρχη. Από τον 5ο όμως αιώνα άρχισε να περιορίζεται, χορηγούμενος
μόνο στους επισκόπους των πέντε πρεσβυγενών θρόνων της χριστιανοσύνης,
δηλαδή της Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Κωνσταντινούπολης και
Ιερουσαλήμ. Τίτλος Πατριάρχου: Μακαριώτατος:
Ο όρος Μακαριώτατος ή Μακαριότατος αποτελεί τιμητικό εκκλησιαστικό
τίτλο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. O όρος Μακαριώτατος προέρχεται
από το απλό κοσμητικό επίθετο μακάριος, δηλαδή εκείνον που απολαμβάνει
ευτυχία και γαλήνη. Αυτός ο τίτλος αποδιδόταν, επίσης, στους Βυζαντινούς
Αυτοκράτορες. Για τα τέσσερα Παλαίφατα, Πρεσβυγενή Πατριαρχεία: Κωνσταντινουπόλεως (Οικουμενικό), Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων: Θειότατος. Ειδικά ο Οικουμενικός προσαγορεύεται: Παναγιώτατος.
[Επιστολές απευθύνονται: προς την ΑΘΠ τον Οικουμενικόν Πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως κύριον κύριον Βαρθολομαίον (ΑΘΠ: την Αυτου Θειοτάτην
Παναγιότητα)] Για τα τέσσερα Νεοπαγή Πατριαρχία: Μόσχας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας: Μακαριώτατος. Ο Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας προσφωνείται: "Αγιώτατος" ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Αρχιεπίσκοπος
είναι θρησκευτικός τίτλος με τον οποίο ονομάζεται ο πρώτος κατά
ιεραρχική τάξη Επίσκοπος ή ο Προϊστάμενος Επισκόπων.Το αξίωμα και η
διάρκεια της θητείας του Αρχιεπισκόπου καλείται Αρχιεπισκοπία
Μέχρι
της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325) δεν υπάρχει κανένα
έγγραφο ή άλλο στοιχείο που να μαρτυρά περί της χρήσεως του όρου. Κατά τη Δυτική παράδοση όταν ο επίσκοπος Ρώμης Δαμάστιος Α’ (366-384)
επιχειρούσε τη κατήχηση ενός αλλόθρησκου εκείνος του απάντησε: «Κάνε με
Αρχιεπίσκοπο και τότε γίνομαι χριστιανός» εξ αυτού συνάγεται ότι τον 4ο
αι. ήταν ήδη γνωστός ο όρος. Αρχιεπίσκοποι, επικεφαλείς Αυτοκεφάλων Εκκλησιων: Κύπρου, Αθηνών, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας: Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοποι,
που δεν είναι επικεφαλείς Αυτοκέφαλων Εκκλησιών: Κρήτης, Αμερικής,
Αυστραλίας και Αγγλίας [Οι οποίοι είναι ημι-αυτόνομοι, και υπάγονται
κάπου, όπως π.χ. στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Αρχιεπισκοπή Σινά κ.α. του
Πατριαρχ.Ιεροσολύμων] Σεβασμιώτατος ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Στην
Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία ο κληρικός που διοικεί μία μητροπολιτική
περιφέρεια ονομάζεταιΜητροπολίτης. Ο βαθμός ιεροσύνης που οφείλει να
κατέχει κάποιος ως Μητροπολίτης είναι αυτός τουεπισκόπου.
Κατά
τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Γαβριήλ Φιλαδελφείας στο έργο του "Περί
ιερωσύνης",Μητροπολίτης καλείται ο επίσκοπος "δια τι είναι ως μήτηρ της
πόλεώς του". Η μητροπολιτική περιφέρεια ως έδρα του έχει υπόσταση, είναι δηλαδή ποιμαντικά ενεργός σε μία συγκεκριμένη πληθυσμιακή μερίδα. Τίτλος Μητροπολίτου Σεβασμιώτατος. Εξαίρεση για τους Μητροπολίτες α) Θεσσαλονίκης και β) Μονεμβασίας και Σπάρτης [μέσα στην περιφέρειά τους και μόνον]: Παναγιώτατος. Τιτουλάριοι Μητροπολίτες [χωρίς Επαρχία και Διοικητική Αρχή] και Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου: Πανιερώτατος. Απλοί Επίσκοποι (βοηθοί) και Χωρεπίσκοποι: Θεοφιλέστατος. ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Ο
όρος πρεσβύτερος αναφέρεται κυριολεκτικά σε ένα άτομο γεροντότερο,
μεγαλύτερο σε ηλικία από κάποιο άλλο. Ειδικότερα, προσδιορίζει ένα
θρησκευτικό λειτουργό, δημογέροντα, πρόεδρο σωματείου ή δάσκαλο.
Ως ιστορική αναφορά, μπορεί να περιγράφει ένα μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου ή ενός ιουδαϊκού συμβουλίου. Στην
Ορθόδοξη Εκκλησία και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το αξίωμα του
πρεσβυτέρου ταυτίζεται με εκείνο του ιερέα. Στους Μάρτυρες του Ιεχωβά
δεν υφίσταται τάξη κληρικών ή ιερέων και ο πρεσβύτερος —όρος συνώνυμος
με τον επίσκοπο— έχει την ευθύνη της ποίμανσης των μελών της τοπικής
εκκλησίας. Αρχιμανδρίτες με πτυχίο Ανώτατης Σχολής: Πανοσιολογιώτατος.
Αρχιμανδρίτες άνευ πτυχίου: Πανοσιώτατος.
Ιερείς έγγαμοι με πτυχίο Ανωτάτης Σχολής: Αιδεσιμιολογιώτατος.
Ιερείς άνευ πτυχίου: Αιδεσιμώτατος. ΔΙΑΚΟΝΟΣ
Ο
όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των
χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό
ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα. Διάκονος στην Ορθόδοξη, αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης. Διάκονοι με πτυχίο Ανωτάτης Σχολής: Ιερολογιώτατος.
Διάκονοι άνευ πτυχίου: Ευλαβέστατος [βλ. Δίπτυχα Εκκλησίας 2005 σελ.1153-1154 εκδ.Απ.Διακονίας] ΜΟΝΑΧΟΣ Μοναχός
λέγεται το πρόσωπο το οποίο ακολουθεί τον ασκητισμό, αναχωρεί δηλαδή
από τον κόσμο, διαμένει μόνος του ή σε κοινόβιο (μοναστήρι), και
διαμέσου συνεχούς προσευχής επιδιώκει την προσέγγιση του πνεύματός του
με το Θεό.
Η πρακτική αυτή είναι πολύ διαδεδομένη στο Χριστιανισμό, αλλά απαντά και σε άλλες Θρησκείες. Ετυμολογικά
η λέξη σημαίνει αυτόν που είναι μόνος του, ξεχωριστά από τους άλλους.
Χρησιμοποιούνται και άλλοι συναφείς όροι, όπωςασκητής, ερημίτης,
αναχωρητής, καλόγερος. Ο μοναχός αλλάζει όνομα, ενδύεται ράσο,
παραιτείται από την περιουσία του και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο Θεό.
Επίσης κατά την κουρά του αποδίδεται σε αυτόν τον το Σχήμα του Μοναχού. Μοναχοί απλοί ή Μοναχοί με Ιερωσύνη [Ιερομόναχοι] με πτυχίο Ανωτάτου Σχολής: Οσιολογιώτατος. Μοναχοί άνευ πτυχίου: Οσιώτατος ΑΞΙΩΜΑΤΑ a. Διοικητικά
Πρωτοσύγκελος: ο άμεσος συνεργάτης ενός Μητροπολίτη, κατά κανόνα Αρχιμανδρίτης Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος: ο Διοικητικά Προϊστάμενος των Μητροπολιτικών Περιφερειών Αρχιερατικός Επίτροπος:
ο Διοικητικά Προϊστάμενος μιας επιμέρους Μητροπολιτικής Περιφέρειας πχ
Τριπόλεως: Βαλτετσίου, Κεντρ.Μαντινείας, Τεγέας, Παλλαντίου, Καστρίου,
Αστρους, Λεωνιδίου. Προσφώνηση κατά την ιερατική τάξη τους, ως ανωτέρω. b. Τιμητικά
Επίσης Αξιώματα Τιμητικά - Οφφίκια για τους εγγάμους Ιερείς, τα οποία εμφαίνονται από κάποιο διάσημο, όπως επιγονάτιο, σταυρό:Πρωτοπρεσβύτερος, Οικονόμος, Σακελάριος κ.α. Προσφώνηση κατά την ιερατική τάξη τους, ως ανωτέρω. Υπάρχει και τίτλος Πρωθιερεύς ή Πρωτόπαπας.
Αυτός χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα Επτάνησα, στους χρόνους της Ενετο-
Αγγλο- Γαλλο- κρατίας, όταν οι Λατίνοι δεν επέτρεπαν την ύπαρξη
Μητροπολίτη, επειδή ήθελαν να προβάλουν το Λατίνο Επίσκοπο.
Σ'αυτήν
την περίπτωση ο Πρωτόπαπας (έγγαμος Ιερέας) διοικούσε υπηρεσιακά τη
Μητρόπολη, χωρίς να έχει το δικαίωμα, φυσικά, να ενεργεί τα του
Επισκόπου (Xειροτονίες κ.λπ.).
Via
Tags
Slider