Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 επηρέασε αισθητά θετικά την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση στην Ελλάδα, αλλά η ελλιπής αξιοποίηση της Ολυμπιακής κληρονομιάς και η αρνητική δημοσιότητα που συνοδεύει…
την Ελλάδα από το τέλος του 2009, περιόρισαν τα οφέλη, εκτιμά πολυσέλιδη εμπεριστατωμένη μελέτη, που διενήργησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Την μελέτη ζήτησε από το ΙΟΒΕ η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου, πριν μερικούς μήνες με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την κορυφαία διοργάνωση, που έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Στόχος ήταν να καταγραφεί το αποτύπωμα των Αγώνων στην ελληνική οικονομία, με τρόπο επιστημονικό και αντικειμενικό.
Η μελέτη έρχεται να απαντήσει ολοκληρωμένα και τεκμηριωμένα σε όλη τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί επί σειρά ετών για τη χρησιμότητα των Αγώνων και να απαντήσει σε ερωτήματα και επιφυλάξεις.
Ουσιαστικά τα συμπεράσματα της μελέτης ακυρώνουν και ισοπεδώνουν τον μύθο ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν βοήθησαν τη χώρα, επιβεβαιώνουν όμως ταυτόχρονα ένα μία καίριας σημασία υποψία: Ότι το λάθος έγινε μετά τη διοργάνωση, με την ελλιπή και προβληματική αξιοποίηση των έργων και γενικά της κληρονομιάς και των πλεονεκτημάτων που αυτή άφησε σε όλα τα επίπεδα.
Στη μελέτη αναλύονται τα έσοδα και οι δαπάνες για τη διοργάνωση των Αγώνων στην Ελλάδα, ποσοτικοποιούνται με οικονομετρικές μεθόδους
οι επιδράσεις της διοργάνωσης στον εισερχόμενο τουρισμό και εκτιμάται η συνολική επίδραση των Αγώνων στην ελληνική οικονομία με τη χρήση κατάλληλων μακροοικονομικών υποδειγμάτων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επενδύσεις για την ανάπτυξη των υποδομών της χώρας για τη διεξαγωγή των Αγώνων, αλλά και οι καταλυτικές επιδράσεις που είχαν οι Αγώνες στον εισερχόμενο τουρισμό και στην αύξηση της παραγωγικότητας μετά τη λήξη τους, επηρέασαν θετικά την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση στην Ελλάδα.
Συνυπολογίζοντας τις δημόσιες δαπάνες για την κατασκευή των Ολυμπιακών έργων, αλλά και το δημοσιονομικό όφελος από την πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και μετά τη λήξη των Αγώνων, διαπιστώνεται ότι η διεξαγωγή τους δεν επιβάρυνε ουσιαστικά τη δημοσιονομική θέση της χώρας. Ωστόσο, η ελλιπής αξιοποίηση της Ολυμπιακής κληρονομιάς και η αρνητική δημοσιότητα που συνοδεύει την Ελλάδα από το τέλος του 2009 περιόρισαν τόσο το ύψος, όσο και τη διάρκεια του οφέλους από τη διοργάνωση για τη χώρα.
Όπως τονίζεται στη μελέτη, η επιτυχής διοργάνωση των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων προέβαλε την Ελλάδα ως μια χώρα που έχει τη δυνατότητα να φέρνει εις πέρας δύσκολα εγχειρήματα, όπως η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όμως, σύμφωνα και με την εμπειρία από αντίστοιχες διοργανώσεις διεθνώς, η επίτευξη σημαντικής θετικής επίδρασης στην οικονομία δεν είναι αυτονόητη και αποτελεί ένα πολύ σύνθετο εγχείρημα.
Όσον αφορά τη διοργάνωση των Αγώνων το 2004, η μελέτη σημειώνει ότι ο τελικός χρηματοοικονομικός απολογισμός της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» είχε θετικό πρόσημο. Χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες της επιτροπής για έργα που εκτελέστηκαν
κατ ’ εντολή και για λογαριασμό του Δημοσίου, η «Αθήνα 2004» εμφάνισε διαχειριστικό πλεόνασμα ύψους €130 εκατ. – ακόμα και όταν συνυπολογιστούν οι παραπάνω δαπάνες, το τελικό αποτέλεσμα της Οργανωτικής Επιτροπής εξακολουθεί να είναι θετικό, φτάνοντας τα 7 εκατ. ευρώ.
Από δημοσιονομική σκοπιά, με βάση τα στοιχεία από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων και τον Τακτικό Προϋπολογισμό για τις δαπάνες που έχουν καταχωρηθεί ως «Ολυμπιακές», η χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό υπολογίζεται συνολικά σε €6,5 δισεκ. για όλη την
περίοδο στην οποία καταγράφηκαν οι δαπάνες (2000- 2010). Έτσι, η χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό αντιστοιχεί σε μόλις 1% των κρατικών δαπανών της αντίστοιχης περιόδου και σε λιγότερο από 2% του ακαθάριστου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του 2013.
Ωστόσο, στην παραπάνω εκτίμηση του ακαθάριστου δημοσιονομικού κόστους περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός έργων τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως «Ολυμπιακά», χωρίς να έχουν απαραίτητα άμεση σχέση με την προετοιμασία και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τέτοιες περιπτώσεις, για παράδειγμα, είναι οι αναπλάσεις σε περιοχές της Αθήνας που δεν είχαν άμεση σχέση με τις Ολυμπιακές αθλητικές εγκαταστάσεις, οι αναβαθμίσεις σε επιλεγμένα νοσοκομεία που δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη νοσηλεία αθλητών ή επισκεπτών, τα οδικά έργα που δεν ήταν απαραίτητα για το πρόγραμμα Ολυμπιακών μεταφορών και οι δράσεις του προγράμματος «Ελλάδα 2004», σκοπός του οποίου ήταν να ωφεληθούν από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και περιοχές
της περιφέρειας.
Από την πλευρά του δημοσιονομικού οφέλους, εκτιμάται στη μελέτη ότι περίπου €2,9 δισεκ. επέστρεψαν στα ταμεία του κράτους υπό τη μορφή φορολογικών εισπράξεων και εργοδοτικών εισφορών κατά την περίοδο προετοιμασίας και διεξαγωγής των Αγώνων. Σε αυτό το μέγεθος πρέπει να προστεθούν και τα κρατικά έσοδα που συσχετίζονται με την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα στη μεταολυμπιακή περίοδο.
Ενδεικτικά, από την οικονομετρική ανάλυση που περιλαμβάνεται στη μελέτη προκύπτει ότι υπάρχει θετική και στατιστικά σημαντική συσχέτιση της διοργάνωσης με το πλήθος των διεθνών αφίξεων, το ύψος της τουριστικής δαπάνης και την αξία των εξαγωγών. Η επίδραση στον τουρισμό είναι άμεση, αλλά δεν επεκτείνεται πέρα από το 2008.
Ενδεχομένως, η βραχύτητα του αποτελέσματος να οφείλεται και στην επίπτωση που είχε η κρίση στην προβολή της χώρας και της πόλης της Αθήνας διεθνώς.
Συνολικά, η ανάλυση με τη χρήση μακροοικονομικών υποδειγμάτων γενικής ισορροπίας ανέδειξε ότι οι Αγώνες είχαν αισθητά θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση σε όλη την περίοδο εξέτασης 2000 – 2013.
Υπολογίζεται ότι αν οι Αγώνες δεν είχαν γίνει, το 2004 το επίπεδο του ΑΕΠ θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο, ενώ η απασχόληση θα ήταν μειωμένη κατά περίπου 44 χιλ. θέσεις εργασίας.
Μετά το 2004, η επίδραση των παραγόντων ζήτησης υποχώρησε σταδιακά, όμως οι παράγοντες προσφοράς (άνοδος της παραγωγικότητας) επέκτειναν τις θετικές επιδράσεις στην οικονομία μεσοπρόθεσμα.
Από την άλλη πλευρά, η ελλιπής αξιοποίηση της Ολυμπιακής κληρονομιάς μετά το πέρας των Αγώνων εκτιμάται στη μελέτη ότι απομείωσε το ΑΕΠ μακροχρόνιας ισορροπίας της χώρας κατά περίπου 0,2%. Συνολικά, η μελέτη προσφέρει την ποσοτικοποίηση και τη βάση ανάλυσης ώστε να αξιολογηθούν τόσο τα οφέλη, όσο και οι χαμένες ευκαιρίες που σχετίζονται με τους Αγώνες. ΤΑ 8 ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 1. Η ανάληψη των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την Αθήνα αποτέλεσε ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για την Ελλάδα, με πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές επιδράσεις. Η επιτυχής διοργάνωσή τους προέβαλε την Ελλάδα ως μια ανεπτυγμένη χώρα που έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει και να φέρνει εις πέρας με επιτυχία δύσκολα εγχειρήματα, όπως η προετοιμασία και η τέλεση της μεγαλύτερης αθλητικής διοργάνωσης, παγκοσμίως. 2. Η επιτυχία μιας διοργάνωσης στην απρόσκοπτη διεξαγωγή πολλών αθλητικών και όχι μόνο, εκδηλώσεων, δεν μεταφράζεται αυτόματα και σε σημαντική θετική επίδραση στην οικονομία. Άλλωστε σύμφωνα με την εμπειρία από πρόσφατες διοργανώσεις φαίνεται πως το κόστος, αλλά και τα οφέλη από τη διοργάνωση επηρεάζονται από πολλές παραμέτρους, τόσο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, όσο και κατά την περίοδο αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς, καθιστώντας την επίτευξη σημαντικής θετικής επίδρασης στην
οικονομία ένα πολύ σύνθετο εγχείρημα. 3. Στην πλευρά των δαπανών, το ακαθάριστο κόστος επηρεάζεται από το βαθμό ετοιμότητας της διοργανώτριας πόλης σε υποδομές, από το βαθμό συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, καθώς και από την επιλογή των αρμόδιων αρχών μεταξύ μονίμων και προσωρινών εγκαταστάσεων, μια επιλογή που πηγάζει από τις προθέσεις τους για την μονιμότερη αναβάθμιση των υποδομών της διοργανώτριας πόλης. Για παράδειγμα, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα το 1996 χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλό ακαθάριστο κόστος προετοιμασίας και αξιοποίησης, καθώς ήδη υπήρχαν οι απαραίτητες υποδομές. Διαφορετικό παράδειγμα αποτελεί η διοργάνωση του Λονδίνου το 2012, όπου πραγματοποιήθηκαν αρκετά έργα που αναβάθμισαν σημαντικά την περιοχή του Ανατολικού Λονδίνου, ενώ εκτεταμένη ήταν η χρήση προσωρινών εγκαταστάσεων με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά το ακαθάριστο κόστος αξιοποίησης μετά το πέρας των Αγώνων. Τέλος, τόσο στην διοργάνωση της Βαρκελώνης το 1992 όσο και του Σύδνεϋ του 2000, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις σε μόνιμες εγκαταστάσεις, με σκοπό την επίτευξη μονιμότερου οφέλους για τους κατοίκους αλλά και τους επισκέπτες. 3. Αντίστοιχα, το όφελος από τη διοργάνωση συνδέεται στενά με το ύψος των επενδύσεων για την Ολυμπιακή προετοιμασία (χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα υψηλού οφέλους), από τα περιθώρια περαιτέρω προ
βολής και τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής, αλλά και από την επιτυχία στην εκμετάλλευση της Ολυμπιακής κληρονομιάς.
Έτσι, μια διοργάνωση μπορεί να έχει χαμηλή επιβάρυνση στα δημόσια οικονομικά και χαμηλό οικονομικό όφελος (π.χ. Ατλάντα), υψηλότερη επιβάρυνση και υψηλότερο όφελος (Βαρκελώνη), αλλά και υψηλή επιβάρυνση με αβέβαιο όφελος (Πεκίνο).
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Αγώνες της Αθήνας κινήθηκαν περισσότερο προς τη κατεύθυνση της Βαρκελώνης, παρά της Ατλάντας ή του Λονδίνου. Οι υποδομές της πόλης αναπτύχθηκαν σημαντικά τόσο με τα Ολυμπιακά έργα όσο και με άλλες υποδομές που ολοκληρώθηκαν την ίδια περίοδο (π.χ. το νέο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», η Αττική Οδός, ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος, το Τραμ κ.ά.), πιθανώς και λόγω της πίεσης για την λειτουργία τους κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Στις περισσότερες περιπτώσεις προτιμήθηκαν μόνιμες κατασκευές
με σκοπό να αποτελέσουν πόλο για τη διοργάνωση διεθνών αθλητικών διοργανώσεων στο μέλλον, αλλά και να προωθήσουν το μαζικό αθλητισμό στην πόλη. 4. Ο ακριβής προσδιορισμός του κόστους και του αντίστοιχου οφέλους της διοργάνωσης για την οικονομία επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο ορισμός ενός έργου ως «ολυμπιακό» επιδέχεται και εναλλακτικές ερμηνείες. Πάντως, με βάση τα στοιχεία από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων και το Τακτικό Προϋπολογισμό για τις δαπάνες που έχουν καταχωρηθεί ως «Ολυμπιακές», η χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό υπολογίζεται συνολικά σε €6,5 δισεκ. για όλη την περίοδο στην οποία καταγράφηκαν οι δαπάνες (2000 – 2010). Έτσι, η ακαθάριστη επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού
αντιστοιχεί σε μόλις το 1% των κρατικών δαπανών της αντίστοιχης περιόδου
και σε λιγότερο από 2% του ακαθάριστου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του 2013.
Από την πλευρά του δημοσιονομικού οφέλους, εκτιμάται ότι περίπου 2,9 δισεκ. επέστρεψαν στα ταμεία του κράτους υπό τη μορφή φορολογικών εισπράξεων και εργοδοτικών εισφορών κατά την περίοδο προετοιμασίας και διεξαγωγής των Αγώνων. Σε αυτό το μέγεθος πρέπει να προστεθούν και τα κρατικά έσοδα που συσχετίζονται με την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα στη μεταολυμπιακή περίοδο.
Από τις μακροοικονομικές προσομοιώσεις που διενεργήθηκαν για την αποτίμηση των επιδράσεων στο δημόσιο έλλειμμα, το χρέος και τη δραστηριότητα, προέκυψε ότι η διεξαγωγή των Αγώνων δεν επιβάρυναν ουσιαστικά τη δημοσιονομική θέση της χώρας. 5. Όσον αφορά στην Οργανωτική Επιτροπή «Αθήνα 2004», ο τελικός χρηματοοικονομικός απολογισμός έχει θετικό πρόσημο. Χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες της επιτροπής για έργα που εκτελέστηκαν κατ ́ εντολή και για λογαριασμό του δημοσίου, η Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» εμφάνισε διαχειριστικό πλεόνασμα ύψους €131 εκατ. Ωστόσο ακόμα και όταν συνυπολογιστούν οι παραπάνω δαπάνες, το τελικό πλεόνασμα της Οργανωτικής Επιτροπής εξακολουθεί να είναι θετικό, φτάνοντας στα €7
εκατ. Εκτός από το αποτελέσματα για το κράτος, την οργανωτική επιτροπή και τους άλλους φορείς και επιχειρήσεις που χρηματοδότησαν τη διοργάνωση με ίδιους πόρους, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν και ευρύτερη επίδραση στην οικονομία. Από την οικονομετρική ανάλυση προκύπτει ότι υπάρχει θετική και στατιστικά σημαντική συσχέτιση της διοργάνωσης με το πλήθος των διεθνών αφίξεων, το ύψος της τουριστικής δαπάνης και την αξία των εξαγωγών. Η επίδραση στον τουρισμό είναι άμεση, αλλά δεν επεκτείνεται πέρα από το 2008. Ενδεχομένως, η βραχύτητα του αποτελέσματος να οφείλεται και στην
αρνητική επίπτωση που είχε η κρίση στην προβολή της χώρας και της πόλης της Αθήνας διεθνώς. 6. Η ανάλυση με τη χρήση μακροοικονομικών υποδειγμάτων γενικής ισορροπίας ανέδειξε ότι οι Αγώνες είχαν αισθητά θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση σε όλη την περίοδο ανάλυσης
2000 – 2013. Αν οι Αγώνες δεν είχαν γίνει, το 2004 το επίπεδο του ΑΕΠ θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο, ενώ η απασχόληση θα ήταν μειωμένη κατά περίπου 44 χιλ. θέσεις εργασίας. Μετά το 2004, η επίδραση των παραγόντων ζήτησης υποχώρησε σταδιακά, ωστόσο οι παράγοντες προσφοράς (άνοδος της
παραγωγικότητας) επέκτειναν τις θετικές επιδράσεις στην οικονομία μεσοπρόθεσμα. 7. Ωστόσο, η εγκατάλειψη αρκετού αριθμού εγκαταστάσεων μετά το πέρας των Αγώνων (η δαπάνη για τα οποία υπολογίζεται ότι καλύπτει το 20% της επενδυτικής δαπάνης) εκτιμάται ότι απομείωσε το ΑΕΠ της χώρας κατά περίπου 0,20 εκατοστιαίες μονάδες. Έτσι, το όφελος από την αξιοποίηση της ολυμπιακής κληρονομιάς περιορίσθηκε από την απαξίωση σημαντικού ποσοστού έργων, ενώ η βελτίωση της εικόνας της χώρας διεθνώς που έφεραν οι Αγώνες επισκιάστηκε σχετικά γρήγορα από την αρνητική δημοσιότητα που συνοδεύει την Ελλάδα από το τέλος του 2009.
Παρά τη σημαντική καθυστέρηση στην αξιοποίηση πολλών εγκαταστάσεων, η επικείμενη ανάπλαση της περιοχής του Ελληνικού, αλλά και η αναβάθμιση της
περιοχής του Παλαιού Φαλήρου δημιουργούν ελπίδες για καλύτερη αξιοποίηση της υποδομής που κατασκευάστηκε για τους Αγώνες. Στο βαθμό που η κατασκευή των ολυμπιακών εγκαταστάσεων αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα για την αξιοποίηση αυτών των περιοχών (πραγματοποιήθηκαν θεσμοθέτηση χωροθετήσεων, απαλλοτρίωση ιδιωτικών εκτάσεων, αδειοδοτήσεις και άλλες σημαντικές ενέργειες), το ενδεχόμενο ανάπτυξής τους θα έχει και θετική επίδραση στην αξιολόγηση του οφέλους από τη διοργάνωση σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. 8. Η εμπειρία διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004 κατέδειξε ότι με προσήλωση στους στόχους και με ικανοποιητικό βαθμό συναίνεσης στην κοινωνία, η Ελλάδα μπορεί να εκπλήξει ευχάριστα την παγκόσμια κοινότητα με τις επιτυχίες της. Με τις δυσκολίες που βιώνει η χώρα και την ανάγκη γρηγορότερης εξόδου από τη βαθιά οικονομική κρίση, το μάθημα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Via
την Ελλάδα από το τέλος του 2009, περιόρισαν τα οφέλη, εκτιμά πολυσέλιδη εμπεριστατωμένη μελέτη, που διενήργησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Την μελέτη ζήτησε από το ΙΟΒΕ η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου, πριν μερικούς μήνες με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την κορυφαία διοργάνωση, που έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Στόχος ήταν να καταγραφεί το αποτύπωμα των Αγώνων στην ελληνική οικονομία, με τρόπο επιστημονικό και αντικειμενικό.
Η μελέτη έρχεται να απαντήσει ολοκληρωμένα και τεκμηριωμένα σε όλη τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί επί σειρά ετών για τη χρησιμότητα των Αγώνων και να απαντήσει σε ερωτήματα και επιφυλάξεις.
Ουσιαστικά τα συμπεράσματα της μελέτης ακυρώνουν και ισοπεδώνουν τον μύθο ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν βοήθησαν τη χώρα, επιβεβαιώνουν όμως ταυτόχρονα ένα μία καίριας σημασία υποψία: Ότι το λάθος έγινε μετά τη διοργάνωση, με την ελλιπή και προβληματική αξιοποίηση των έργων και γενικά της κληρονομιάς και των πλεονεκτημάτων που αυτή άφησε σε όλα τα επίπεδα.
Στη μελέτη αναλύονται τα έσοδα και οι δαπάνες για τη διοργάνωση των Αγώνων στην Ελλάδα, ποσοτικοποιούνται με οικονομετρικές μεθόδους
οι επιδράσεις της διοργάνωσης στον εισερχόμενο τουρισμό και εκτιμάται η συνολική επίδραση των Αγώνων στην ελληνική οικονομία με τη χρήση κατάλληλων μακροοικονομικών υποδειγμάτων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επενδύσεις για την ανάπτυξη των υποδομών της χώρας για τη διεξαγωγή των Αγώνων, αλλά και οι καταλυτικές επιδράσεις που είχαν οι Αγώνες στον εισερχόμενο τουρισμό και στην αύξηση της παραγωγικότητας μετά τη λήξη τους, επηρέασαν θετικά την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση στην Ελλάδα.
Συνυπολογίζοντας τις δημόσιες δαπάνες για την κατασκευή των Ολυμπιακών έργων, αλλά και το δημοσιονομικό όφελος από την πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και μετά τη λήξη των Αγώνων, διαπιστώνεται ότι η διεξαγωγή τους δεν επιβάρυνε ουσιαστικά τη δημοσιονομική θέση της χώρας. Ωστόσο, η ελλιπής αξιοποίηση της Ολυμπιακής κληρονομιάς και η αρνητική δημοσιότητα που συνοδεύει την Ελλάδα από το τέλος του 2009 περιόρισαν τόσο το ύψος, όσο και τη διάρκεια του οφέλους από τη διοργάνωση για τη χώρα.
Όπως τονίζεται στη μελέτη, η επιτυχής διοργάνωση των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων προέβαλε την Ελλάδα ως μια χώρα που έχει τη δυνατότητα να φέρνει εις πέρας δύσκολα εγχειρήματα, όπως η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όμως, σύμφωνα και με την εμπειρία από αντίστοιχες διοργανώσεις διεθνώς, η επίτευξη σημαντικής θετικής επίδρασης στην οικονομία δεν είναι αυτονόητη και αποτελεί ένα πολύ σύνθετο εγχείρημα.
Όσον αφορά τη διοργάνωση των Αγώνων το 2004, η μελέτη σημειώνει ότι ο τελικός χρηματοοικονομικός απολογισμός της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» είχε θετικό πρόσημο. Χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες της επιτροπής για έργα που εκτελέστηκαν
κατ ’ εντολή και για λογαριασμό του Δημοσίου, η «Αθήνα 2004» εμφάνισε διαχειριστικό πλεόνασμα ύψους €130 εκατ. – ακόμα και όταν συνυπολογιστούν οι παραπάνω δαπάνες, το τελικό αποτέλεσμα της Οργανωτικής Επιτροπής εξακολουθεί να είναι θετικό, φτάνοντας τα 7 εκατ. ευρώ.
Από δημοσιονομική σκοπιά, με βάση τα στοιχεία από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων και τον Τακτικό Προϋπολογισμό για τις δαπάνες που έχουν καταχωρηθεί ως «Ολυμπιακές», η χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό υπολογίζεται συνολικά σε €6,5 δισεκ. για όλη την
περίοδο στην οποία καταγράφηκαν οι δαπάνες (2000- 2010). Έτσι, η χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό αντιστοιχεί σε μόλις 1% των κρατικών δαπανών της αντίστοιχης περιόδου και σε λιγότερο από 2% του ακαθάριστου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του 2013.
Ωστόσο, στην παραπάνω εκτίμηση του ακαθάριστου δημοσιονομικού κόστους περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός έργων τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως «Ολυμπιακά», χωρίς να έχουν απαραίτητα άμεση σχέση με την προετοιμασία και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τέτοιες περιπτώσεις, για παράδειγμα, είναι οι αναπλάσεις σε περιοχές της Αθήνας που δεν είχαν άμεση σχέση με τις Ολυμπιακές αθλητικές εγκαταστάσεις, οι αναβαθμίσεις σε επιλεγμένα νοσοκομεία που δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη νοσηλεία αθλητών ή επισκεπτών, τα οδικά έργα που δεν ήταν απαραίτητα για το πρόγραμμα Ολυμπιακών μεταφορών και οι δράσεις του προγράμματος «Ελλάδα 2004», σκοπός του οποίου ήταν να ωφεληθούν από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και περιοχές
της περιφέρειας.
Από την πλευρά του δημοσιονομικού οφέλους, εκτιμάται στη μελέτη ότι περίπου €2,9 δισεκ. επέστρεψαν στα ταμεία του κράτους υπό τη μορφή φορολογικών εισπράξεων και εργοδοτικών εισφορών κατά την περίοδο προετοιμασίας και διεξαγωγής των Αγώνων. Σε αυτό το μέγεθος πρέπει να προστεθούν και τα κρατικά έσοδα που συσχετίζονται με την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα στη μεταολυμπιακή περίοδο.
Ενδεικτικά, από την οικονομετρική ανάλυση που περιλαμβάνεται στη μελέτη προκύπτει ότι υπάρχει θετική και στατιστικά σημαντική συσχέτιση της διοργάνωσης με το πλήθος των διεθνών αφίξεων, το ύψος της τουριστικής δαπάνης και την αξία των εξαγωγών. Η επίδραση στον τουρισμό είναι άμεση, αλλά δεν επεκτείνεται πέρα από το 2008.
Ενδεχομένως, η βραχύτητα του αποτελέσματος να οφείλεται και στην επίπτωση που είχε η κρίση στην προβολή της χώρας και της πόλης της Αθήνας διεθνώς.
Συνολικά, η ανάλυση με τη χρήση μακροοικονομικών υποδειγμάτων γενικής ισορροπίας ανέδειξε ότι οι Αγώνες είχαν αισθητά θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση σε όλη την περίοδο εξέτασης 2000 – 2013.
Υπολογίζεται ότι αν οι Αγώνες δεν είχαν γίνει, το 2004 το επίπεδο του ΑΕΠ θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο, ενώ η απασχόληση θα ήταν μειωμένη κατά περίπου 44 χιλ. θέσεις εργασίας.
Μετά το 2004, η επίδραση των παραγόντων ζήτησης υποχώρησε σταδιακά, όμως οι παράγοντες προσφοράς (άνοδος της παραγωγικότητας) επέκτειναν τις θετικές επιδράσεις στην οικονομία μεσοπρόθεσμα.
Από την άλλη πλευρά, η ελλιπής αξιοποίηση της Ολυμπιακής κληρονομιάς μετά το πέρας των Αγώνων εκτιμάται στη μελέτη ότι απομείωσε το ΑΕΠ μακροχρόνιας ισορροπίας της χώρας κατά περίπου 0,2%. Συνολικά, η μελέτη προσφέρει την ποσοτικοποίηση και τη βάση ανάλυσης ώστε να αξιολογηθούν τόσο τα οφέλη, όσο και οι χαμένες ευκαιρίες που σχετίζονται με τους Αγώνες. ΤΑ 8 ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 1. Η ανάληψη των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την Αθήνα αποτέλεσε ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για την Ελλάδα, με πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές επιδράσεις. Η επιτυχής διοργάνωσή τους προέβαλε την Ελλάδα ως μια ανεπτυγμένη χώρα που έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει και να φέρνει εις πέρας με επιτυχία δύσκολα εγχειρήματα, όπως η προετοιμασία και η τέλεση της μεγαλύτερης αθλητικής διοργάνωσης, παγκοσμίως. 2. Η επιτυχία μιας διοργάνωσης στην απρόσκοπτη διεξαγωγή πολλών αθλητικών και όχι μόνο, εκδηλώσεων, δεν μεταφράζεται αυτόματα και σε σημαντική θετική επίδραση στην οικονομία. Άλλωστε σύμφωνα με την εμπειρία από πρόσφατες διοργανώσεις φαίνεται πως το κόστος, αλλά και τα οφέλη από τη διοργάνωση επηρεάζονται από πολλές παραμέτρους, τόσο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, όσο και κατά την περίοδο αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς, καθιστώντας την επίτευξη σημαντικής θετικής επίδρασης στην
οικονομία ένα πολύ σύνθετο εγχείρημα. 3. Στην πλευρά των δαπανών, το ακαθάριστο κόστος επηρεάζεται από το βαθμό ετοιμότητας της διοργανώτριας πόλης σε υποδομές, από το βαθμό συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, καθώς και από την επιλογή των αρμόδιων αρχών μεταξύ μονίμων και προσωρινών εγκαταστάσεων, μια επιλογή που πηγάζει από τις προθέσεις τους για την μονιμότερη αναβάθμιση των υποδομών της διοργανώτριας πόλης. Για παράδειγμα, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα το 1996 χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλό ακαθάριστο κόστος προετοιμασίας και αξιοποίησης, καθώς ήδη υπήρχαν οι απαραίτητες υποδομές. Διαφορετικό παράδειγμα αποτελεί η διοργάνωση του Λονδίνου το 2012, όπου πραγματοποιήθηκαν αρκετά έργα που αναβάθμισαν σημαντικά την περιοχή του Ανατολικού Λονδίνου, ενώ εκτεταμένη ήταν η χρήση προσωρινών εγκαταστάσεων με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά το ακαθάριστο κόστος αξιοποίησης μετά το πέρας των Αγώνων. Τέλος, τόσο στην διοργάνωση της Βαρκελώνης το 1992 όσο και του Σύδνεϋ του 2000, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις σε μόνιμες εγκαταστάσεις, με σκοπό την επίτευξη μονιμότερου οφέλους για τους κατοίκους αλλά και τους επισκέπτες. 3. Αντίστοιχα, το όφελος από τη διοργάνωση συνδέεται στενά με το ύψος των επενδύσεων για την Ολυμπιακή προετοιμασία (χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα υψηλού οφέλους), από τα περιθώρια περαιτέρω προ
βολής και τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής, αλλά και από την επιτυχία στην εκμετάλλευση της Ολυμπιακής κληρονομιάς.
Έτσι, μια διοργάνωση μπορεί να έχει χαμηλή επιβάρυνση στα δημόσια οικονομικά και χαμηλό οικονομικό όφελος (π.χ. Ατλάντα), υψηλότερη επιβάρυνση και υψηλότερο όφελος (Βαρκελώνη), αλλά και υψηλή επιβάρυνση με αβέβαιο όφελος (Πεκίνο).
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Αγώνες της Αθήνας κινήθηκαν περισσότερο προς τη κατεύθυνση της Βαρκελώνης, παρά της Ατλάντας ή του Λονδίνου. Οι υποδομές της πόλης αναπτύχθηκαν σημαντικά τόσο με τα Ολυμπιακά έργα όσο και με άλλες υποδομές που ολοκληρώθηκαν την ίδια περίοδο (π.χ. το νέο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», η Αττική Οδός, ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος, το Τραμ κ.ά.), πιθανώς και λόγω της πίεσης για την λειτουργία τους κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Στις περισσότερες περιπτώσεις προτιμήθηκαν μόνιμες κατασκευές
με σκοπό να αποτελέσουν πόλο για τη διοργάνωση διεθνών αθλητικών διοργανώσεων στο μέλλον, αλλά και να προωθήσουν το μαζικό αθλητισμό στην πόλη. 4. Ο ακριβής προσδιορισμός του κόστους και του αντίστοιχου οφέλους της διοργάνωσης για την οικονομία επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο ορισμός ενός έργου ως «ολυμπιακό» επιδέχεται και εναλλακτικές ερμηνείες. Πάντως, με βάση τα στοιχεία από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων και το Τακτικό Προϋπολογισμό για τις δαπάνες που έχουν καταχωρηθεί ως «Ολυμπιακές», η χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό υπολογίζεται συνολικά σε €6,5 δισεκ. για όλη την περίοδο στην οποία καταγράφηκαν οι δαπάνες (2000 – 2010). Έτσι, η ακαθάριστη επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού
αντιστοιχεί σε μόλις το 1% των κρατικών δαπανών της αντίστοιχης περιόδου
και σε λιγότερο από 2% του ακαθάριστου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του 2013.
Από την πλευρά του δημοσιονομικού οφέλους, εκτιμάται ότι περίπου 2,9 δισεκ. επέστρεψαν στα ταμεία του κράτους υπό τη μορφή φορολογικών εισπράξεων και εργοδοτικών εισφορών κατά την περίοδο προετοιμασίας και διεξαγωγής των Αγώνων. Σε αυτό το μέγεθος πρέπει να προστεθούν και τα κρατικά έσοδα που συσχετίζονται με την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα στη μεταολυμπιακή περίοδο.
Από τις μακροοικονομικές προσομοιώσεις που διενεργήθηκαν για την αποτίμηση των επιδράσεων στο δημόσιο έλλειμμα, το χρέος και τη δραστηριότητα, προέκυψε ότι η διεξαγωγή των Αγώνων δεν επιβάρυναν ουσιαστικά τη δημοσιονομική θέση της χώρας. 5. Όσον αφορά στην Οργανωτική Επιτροπή «Αθήνα 2004», ο τελικός χρηματοοικονομικός απολογισμός έχει θετικό πρόσημο. Χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες της επιτροπής για έργα που εκτελέστηκαν κατ ́ εντολή και για λογαριασμό του δημοσίου, η Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» εμφάνισε διαχειριστικό πλεόνασμα ύψους €131 εκατ. Ωστόσο ακόμα και όταν συνυπολογιστούν οι παραπάνω δαπάνες, το τελικό πλεόνασμα της Οργανωτικής Επιτροπής εξακολουθεί να είναι θετικό, φτάνοντας στα €7
εκατ. Εκτός από το αποτελέσματα για το κράτος, την οργανωτική επιτροπή και τους άλλους φορείς και επιχειρήσεις που χρηματοδότησαν τη διοργάνωση με ίδιους πόρους, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν και ευρύτερη επίδραση στην οικονομία. Από την οικονομετρική ανάλυση προκύπτει ότι υπάρχει θετική και στατιστικά σημαντική συσχέτιση της διοργάνωσης με το πλήθος των διεθνών αφίξεων, το ύψος της τουριστικής δαπάνης και την αξία των εξαγωγών. Η επίδραση στον τουρισμό είναι άμεση, αλλά δεν επεκτείνεται πέρα από το 2008. Ενδεχομένως, η βραχύτητα του αποτελέσματος να οφείλεται και στην
αρνητική επίπτωση που είχε η κρίση στην προβολή της χώρας και της πόλης της Αθήνας διεθνώς. 6. Η ανάλυση με τη χρήση μακροοικονομικών υποδειγμάτων γενικής ισορροπίας ανέδειξε ότι οι Αγώνες είχαν αισθητά θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση σε όλη την περίοδο ανάλυσης
2000 – 2013. Αν οι Αγώνες δεν είχαν γίνει, το 2004 το επίπεδο του ΑΕΠ θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο, ενώ η απασχόληση θα ήταν μειωμένη κατά περίπου 44 χιλ. θέσεις εργασίας. Μετά το 2004, η επίδραση των παραγόντων ζήτησης υποχώρησε σταδιακά, ωστόσο οι παράγοντες προσφοράς (άνοδος της
παραγωγικότητας) επέκτειναν τις θετικές επιδράσεις στην οικονομία μεσοπρόθεσμα. 7. Ωστόσο, η εγκατάλειψη αρκετού αριθμού εγκαταστάσεων μετά το πέρας των Αγώνων (η δαπάνη για τα οποία υπολογίζεται ότι καλύπτει το 20% της επενδυτικής δαπάνης) εκτιμάται ότι απομείωσε το ΑΕΠ της χώρας κατά περίπου 0,20 εκατοστιαίες μονάδες. Έτσι, το όφελος από την αξιοποίηση της ολυμπιακής κληρονομιάς περιορίσθηκε από την απαξίωση σημαντικού ποσοστού έργων, ενώ η βελτίωση της εικόνας της χώρας διεθνώς που έφεραν οι Αγώνες επισκιάστηκε σχετικά γρήγορα από την αρνητική δημοσιότητα που συνοδεύει την Ελλάδα από το τέλος του 2009.
Παρά τη σημαντική καθυστέρηση στην αξιοποίηση πολλών εγκαταστάσεων, η επικείμενη ανάπλαση της περιοχής του Ελληνικού, αλλά και η αναβάθμιση της
περιοχής του Παλαιού Φαλήρου δημιουργούν ελπίδες για καλύτερη αξιοποίηση της υποδομής που κατασκευάστηκε για τους Αγώνες. Στο βαθμό που η κατασκευή των ολυμπιακών εγκαταστάσεων αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα για την αξιοποίηση αυτών των περιοχών (πραγματοποιήθηκαν θεσμοθέτηση χωροθετήσεων, απαλλοτρίωση ιδιωτικών εκτάσεων, αδειοδοτήσεις και άλλες σημαντικές ενέργειες), το ενδεχόμενο ανάπτυξής τους θα έχει και θετική επίδραση στην αξιολόγηση του οφέλους από τη διοργάνωση σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. 8. Η εμπειρία διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004 κατέδειξε ότι με προσήλωση στους στόχους και με ικανοποιητικό βαθμό συναίνεσης στην κοινωνία, η Ελλάδα μπορεί να εκπλήξει ευχάριστα την παγκόσμια κοινότητα με τις επιτυχίες της. Με τις δυσκολίες που βιώνει η χώρα και την ανάγκη γρηγορότερης εξόδου από τη βαθιά οικονομική κρίση, το μάθημα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Via
Tags
Slider