Δήθεν ανάπτυξη με δανεικά και υποθήκευση της ζωής των επόμενων γενεών
Με τη δίκη της Χρυσής Αυγής να ξεκινάει στις 20 Απριλίου και με την επέτειο έναρξης της μαύρης επταετίας της χούντας στις 21 του μήνα, η εβδομάδα αναμένεται να είναι κάτι παραπάνω από θερμή....
Με αυτή την αφορμή και, κυρίως, επειδή η μυθοπλασία γύρω από τα οικονομικά... επιτεύγματα επί δικτατορίας δίνει και παίρνει επί 41 χρόνια, το «Π» δίνει σήμερα μια ολοκληρωμένη εικόνα της ελληνικής οικονομίας στο επίμαχο διάστημα, ξεκαθαρίζοντας εντελώς το τοπίο. Με στοιχεία κι αριθμούς που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, αφού ως σημείο αναφοράς έχουν τα επίσημα αρχεία του κράτους και της στατιστικής υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της χούντας.
Φυσικά, τα σκάνδαλα διαδέχονταν το ένα το άλλο επί επταετίες, ο «μυστράκιας» Παττακός εφάρμοζε πατέντες που παραλίγο να τίναζαν όλο το χρηματοοικονομικό σύστημα στον αέρα και γίνονταν τα μύρια όσα, όμως προς στιγμήν ας περιοριστούμε στα νούμερα αυτά καθαυτά.
Ένα από τα επιχειρήματα, λοιπόν, των φιλοχουντικών ήταν και παραμένει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της επταετίας. Κάτι που, βέβαια, δεν είναι λάθος σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο αυτό που αποκρύπτεται συστηματικά είναι ότι η τάση ήταν ήδη ανοδική από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κιόλας. Και συνεχίστηκε με τους ίδιους ανοδικούς ρυθμούς τόσο στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όσο κι από το 1967 και μετά, δίχως σοβαρές διακυμάνσεις στα ποσοστά επί τοις εκατό. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ Συγκεκριμένα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανερχόταν στη χώρα μας σε 300 δολάρια το 1953. Το 1965 είχε ήδη διπλασιαστεί στα 630 δολάρια, ακολουθώντας σταθερά ανοδικούς ρυθμούς κι εκφράζοντας τη δυναμική που αναπτυσσόταν μεταπολεμικά στην ελληνική οικονομία, όπως συνέβη και στη συνέχεια. Πάντως, το ταραχώδες σε Ελλάδα και Κύπρο 1974 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σημαντική πτώση: 1966: 692 δολ., 1967: 809 δολ., 1968: 852 δολ., 1969: 923 δολ., 1970: 998 δολ., 1971: 1.078 δολ., 1972: 1.167 δολ., 1973: 1.259 δολ., 1974: 1.238 δολ. Δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις Ο «μύθος» λέει ότι οι επενδύσεις απογειώθηκαν επί επταετίας. Όχι μόνο οι ιδιωτικές με τα μεγάλα – και σε αρκετές περιπτώσεις προκλητικά – φορολογικά κίνητρα, για να συνεχίζει να γεμίζει άναρχα μπετόν μέχρι... πνιγμού η Αθήνα, λόγω και της ανελέητης αύξησης των οικοδομικών συντελεστών, αλλά και οι δημόσιες.
Η πραγματικότητα είναι πως τα αποτελέσματα ήταν μάλλον φτωχότερα του αναμενόμενου, αν αναλογιστεί κανείς τι αδιανόητες υποχωρήσεις έγιναν και με τι κόστος, ειδικά σε θέματα περιβάλλοντος και συνθηκών ζωής για τις επόμενες γενιές.
Συνολικά, οι ακαθάριστες επενδύσεις (ιδιωτικές και δημόσιες) στην Ελλάδα ήταν στο 26,2% επί του ΑΕΠ το 1965 και στο 25,66% την επόμενη χρονιά. Με την έλευση της χούντας το 1967 έπεσαν στο 24,1% για να «πικάρουν» το 1970 στο 30%. Τις δύο επόμενες χρονιές υπήρξε κάμψη μεταξύ 27-28% για να φτάσει πάλι στο 30% το 1972-1973. Το 1974 επήλθε γκρεμοτσάκισμα στο 23%.
Παρά ταύτα οι δημόσιες επενδύσεις παρέμεναν σταθερές, όπως και προ επταετίας, χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις: Από το 1964 ώς και το 1968 κυμάνθηκαν μεταξύ 7,08%-7,59%, ενώ από το 1969-1974 από 6,9% έως 9,5%. Το φράγμα του 9%, πάντως, έσπασε μόνο δυο χρονιές (1971-1972). Στις ιδιωτικές επενδύσεις, όπου υποτίθεται έπεσε και το μεγαλύτερο βάρος, ειδικά με το χτίσιμο των πάντων, ένα μπετονάρισμα που βέβαια είχε ξεκινήσει επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχαμε (σε ποσοστά επί του ΑΕΠ): 1964: 18%, 1965: 18,7%, 1966: 18,5%, 1967: 16,6%, 1968: 20,1%, 1969: 21,4%, 1970: 19,6%, 1971: 19,7%, 1972: 21%, 1973: 21,9%, 1974: 16,1%.
Κρατικές δαπάνες Το μεγάλο ξεσάλωμα της χούντας, πάντως, έγινε με τις κρατικές δαπάνες, οι οποίες μόνο σε ένα μικρό ποσοστό αφορούσαν τις δημόσιες επενδύσεις, απαραίτητες ή περιττές, καθότι πολλές ήταν εντελώς αχρείαστες. Κι έγιναν για ευνόητους λόγους.
Ενώ, πάντως, θα περίμενε ενδεχομένως κάποιος ότι οι δαπάνες για την εθνική άμυνα θα αυξάνονταν, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα, επί επταετίας υπερδιογκώθηκε ο δημόσιος τομέας με επέκτασή του και αθρόες προσλήψεις «ημετέρων» υπαλλήλων, ενώ εκτινάχθηκαν και τα έξοδα για την «εσωτερική ασφάλεια» του καθεστώτος. Ταυτόχρονα, ένα μέρος των δαπανών αφορούσε και το δημόσιο χρέος, που γιγαντωνόταν χρόνο με τον χρόνο. Πάντα επί επταετίας, φυσικά! Συγκεκριμένα, οι κρατικές δαπάνες από το 1961 έως το 1963 είχαν σταθεροποιηθεί στα 22-25 δισ. δρχ. Από το 1964 έως το 1966, σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας της χώρας, παρουσίασαν μια μάλλον ήπια αύξηση από τα 30 στα 38 δισ. δρχ. Η συνέχεια, όμως, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αφού τα πράγματα ξέφυγαν εντελώς με το που ανέλαβαν οι χουνταίοι: 1966: 38 δισ., 1967: 46 δισ., 1968: 52 δισ., 1969: 65 δισ., 1970: 65 δισ., 1971: 74 δισ., 1972: 89 δισ., 1973: 105 δισ., 1974: 129 δισ. Με λίγα λόγια, η χούντα παρέλαβε τις κρατικές δαπάνες από τα 38 δισ. δρχ., που ήταν προ της έλευσής της το 1966, και τις... ξεχείλωσε τρεις φορές πάνω (!) στα 129 δισ. το 1974. Καταστροφή... Κατά τα άλλα, ακόμα και σήμερα υποστηρίζουν κάποιοι ότι επί δικτατορίας συμμαζεύτηκε το κράτος. Ούτε να γελάσει δεν μπορεί κανείς με τέτοιους ισχυρισμούς.
Τραπεζικός δανεισμός Τα χρόνια εκείνα ο τραπεζικός δανεισμός αφορούσε τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων. Από τα στοιχεία, λοιπόν, προκύπτει ότι οι επενδύσεις που έγιναν από τη βιομηχανία στη μεταποίηση ήταν με δανεικά των τραπεζών. Σε βαθμό παραλογισμού, μάλιστα! Τόσο πολύ, που προκλήθηκε «υπερθέρμανση» στην οικονομία, με συνέπεια την αναγκαστική επιβολή αυστηρών περιορισμών.
Συγκεκριμένα, το 1964 για κάθε 100 δρχ. που επενδύονταν στη μεταποίηση η τράπεζα δάνειζε τις 35 δρχ. και ο επιχειρηματίας έβαζε από την τσέπη του τις 65.
Δυο χρόνια μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τη χούντα το ποσοστό 35-65 είχε γίνει 81-19. Το 1970 και το 1971 η αναλογία είχε ξεφύγει στο σκανδαλώδες «90 δρχ. η τραπεζική πίστωση - 10 δρχ. ο επιχειρηματίας» για την επένδυση. Με συνέπεια, όπως είπαμε, την «υπερθέρμανση» της οικονομίας και τους αναπόφευκτους περιορισμούς, αφού έμπαινε σε κίνδυνο όλο το σύστημα, το οποίο είχε φτάσει στα όριά του με κάτι τέτοιες ανοησίες που έκαναν κακό και στις βιομηχανίες - βιοτεχνίες και στις τράπεζες.
Ξεδιάντροπο ψέμα η μείωση του χρέους Το ξεδιάντροπο ψέμα ότι επί χούντας το δημόσιο χρέος... μηδενίστηκε είναι ένα παραμύθι που δεν καταπίνεται ούτε από παιδιά νηπιαγωγείου. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Θέριεψε. Και είναι απορίας άξιο πώς κυκλοφορεί αυτός ο μύθος μέχρι τις μέρες μας, όταν οι αριθμοί είναι αμείλικτοι.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν το 1966 στα 32 δισ. δρχ. και το 1967 στα 39 δισ. δρχ. Τι έγινε επί επταετίας; Τριπλασιάστηκε, όπως και ο εξωτερικός δανεισμός στο ίδιο διάστημα! Βάρη τα οποία έπρεπε να κουβαλήσουν οι επόμενες δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις στη μεταπολίτευση. 1966: 32 δισ. δρχ., 1967: 39 δισ., 1968: 45 δισ., 1969: 57 δισ., 1970: 64 δισ., 1971: 71 δισ., 1972: 87 δισ., 1973: 94 δισ., 1974: 114 δισ. Εισαγωγές - εξαγωγές Οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν επί επταετίας. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, η τάση ήταν ήδη ανοδική από πριν. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί καλό, έστω κι αν η φούσκα του υπερβολικού δανεισμού με τα διάφορα τερτίπια προς τις επιχειρήσεις ήταν ωρολογιακή βόμβα. Ενώ, όμως, η εσωτερική παραγωγή είχε υποθηκευτεί ήδη ουσιαστικά στον τραπεζικό τομέα με τέτοιον «τρελό» δανεισμό, οι εισαγωγές φούντωναν. Και τετραπλασιάστηκαν ανοίγοντας όσο ποτέ την ψαλίδα.
Συγκεκριμένα, οι ελληνικές εξαγωγές ανέρχονταν σε 452 εκατ. δολ. το 1967, το 1971 είχαν ανέβει στα 625 εκατ. και το 1973 στα 1,2 δισ. Το 1974 έγινε το ρεκόρ με 1,7 δισ. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, πάντως, μειώθηκαν από το 63% του συνόλου των εξαγωγών το 1968 στο 48% το 1972. Στο ίδιο διάστημα οι εισαγωγές, και παρά τις πιεστικές καμπάνιες υπέρ των ελληνικών προϊόντων, ξεκίνησαν από 1,1 δισ. δολ. το 1967. Το 1972 είχαν διπλασιαστεί σε 2,2 δισ. Το 1973 εκτοξεύθηκαν στα 3,8 δισ. και το 1974 στα 4,5 δισ. δολάρια.
Πληθωρισμός Όπως είναι λογικό, με τόσες εισαγωγές, αλλά με τις κρατικές δαπάνες να φουντώνουν μέρα με τη μέρα, ο πληθωρισμός άρχισε να δείχνει τα δόντια του για τα καλά.
Έτσι, ενώ ο πληθωρισμός ήταν στο 2,5% το 1968 σκαρφάλωσε μεμιάς στο 6,6% το 1972 και ξέφυγε στο 40% το πρώτο εξάμηνο του 1974. Υπήρξε μια απόπειρα στο πόδι λίγο πριν πέσει η δικτατορία για να μειωθεί, αλλά δεν έγινε τίποτα επί της ουσίας. Την ίδια ώρα οι καταθέσεις μειώνονταν δραματικά.
Κατά συνέπεια η άνοδος των τιµών κατά 40%-45% το 1973 υπερκάλυψε την αύξηση των αστικών εισοδηµάτων, ενώ το αγροτικό εισόδηµα συρρικνώθηκε σημαντικά. Εξάλλου, οι ξένες παραγωγικές επενδύσεις μειώθηκαν εντυπωσιακά. Κοινωνικές παροχές Οι δαπάνες της κοινωνικής ασφάλισης και των παροχών παρουσίασαν σταθερή άνοδο από το 1964 μέχρι και το 1967, όταν από το 10,3% έφτασαν στο 14,4%. Η στασιμότητα από το 1967-1971 όταν ο δείκτης κόλλησε στο 14% είχε και αρνητική συνέχεια τα επόμενα χρόνια με μια κάθετη πτώση στο 13,7% το 1972 και στο 11,7% το 1973, επίπεδα στα οποία έμεινε και το 1974. Ως εκ τούτου οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης σε ποσοστά ΑΕΠ σαφώς συρρικνώθηκαν.
Επίσης, μείωση κατά δυο ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ παρουσιάστηκε επί επταετίας στις δαπάνες για την Παιδεία, ενώ οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν στο μισό μεταξύ 1972-1973. Συγκεκριμένα, από 34 δισ. δρχ. έπεσαν στα 19 δισ.
Φορολογία Ενώ οι φόροι προς τους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές μειώνονταν διαρκώς επί επταετίας, δεν συνέβη το ίδιο προς τα μικρά και μεσαία εισοδήματα. Οι συνολικοί φόροι για τους πολίτες αυξήθηκαν από 27,4% το 1966, ως ποσοστό του μικτού εισοδήματος, σε 29,2% το 1972. Από τις οικογένειες το καθεστώς εισέπραττε το 55% των φορολογικών εισοδημάτων μέσω έμμεσων φόρων και το 36% από άμεσους.
Εν κατακλείδι, όποιος ακόμα και 41 χρόνια μετά την πτώση της χούντας ισχυρίζεται ότι υπήρξε το διάστημα 1967-1974 κάποια χρυσή περίοδος για την ελληνική οικονομία, μάλλον δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον θησαυρό από τον... άνθρακα! Και δεν θα μπορούσε να συμβεί τίποτε άλλο από αυτόν τον άθλιο, ανίκανο και μοβόρικο θίασο των συνταγματαρχών. topontiki.gr
Via
Με αυτή την αφορμή και, κυρίως, επειδή η μυθοπλασία γύρω από τα οικονομικά... επιτεύγματα επί δικτατορίας δίνει και παίρνει επί 41 χρόνια, το «Π» δίνει σήμερα μια ολοκληρωμένη εικόνα της ελληνικής οικονομίας στο επίμαχο διάστημα, ξεκαθαρίζοντας εντελώς το τοπίο. Με στοιχεία κι αριθμούς που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, αφού ως σημείο αναφοράς έχουν τα επίσημα αρχεία του κράτους και της στατιστικής υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της χούντας.
Φυσικά, τα σκάνδαλα διαδέχονταν το ένα το άλλο επί επταετίες, ο «μυστράκιας» Παττακός εφάρμοζε πατέντες που παραλίγο να τίναζαν όλο το χρηματοοικονομικό σύστημα στον αέρα και γίνονταν τα μύρια όσα, όμως προς στιγμήν ας περιοριστούμε στα νούμερα αυτά καθαυτά.
Ένα από τα επιχειρήματα, λοιπόν, των φιλοχουντικών ήταν και παραμένει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της επταετίας. Κάτι που, βέβαια, δεν είναι λάθος σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο αυτό που αποκρύπτεται συστηματικά είναι ότι η τάση ήταν ήδη ανοδική από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κιόλας. Και συνεχίστηκε με τους ίδιους ανοδικούς ρυθμούς τόσο στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όσο κι από το 1967 και μετά, δίχως σοβαρές διακυμάνσεις στα ποσοστά επί τοις εκατό. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ Συγκεκριμένα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανερχόταν στη χώρα μας σε 300 δολάρια το 1953. Το 1965 είχε ήδη διπλασιαστεί στα 630 δολάρια, ακολουθώντας σταθερά ανοδικούς ρυθμούς κι εκφράζοντας τη δυναμική που αναπτυσσόταν μεταπολεμικά στην ελληνική οικονομία, όπως συνέβη και στη συνέχεια. Πάντως, το ταραχώδες σε Ελλάδα και Κύπρο 1974 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σημαντική πτώση: 1966: 692 δολ., 1967: 809 δολ., 1968: 852 δολ., 1969: 923 δολ., 1970: 998 δολ., 1971: 1.078 δολ., 1972: 1.167 δολ., 1973: 1.259 δολ., 1974: 1.238 δολ. Δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις Ο «μύθος» λέει ότι οι επενδύσεις απογειώθηκαν επί επταετίας. Όχι μόνο οι ιδιωτικές με τα μεγάλα – και σε αρκετές περιπτώσεις προκλητικά – φορολογικά κίνητρα, για να συνεχίζει να γεμίζει άναρχα μπετόν μέχρι... πνιγμού η Αθήνα, λόγω και της ανελέητης αύξησης των οικοδομικών συντελεστών, αλλά και οι δημόσιες.
Η πραγματικότητα είναι πως τα αποτελέσματα ήταν μάλλον φτωχότερα του αναμενόμενου, αν αναλογιστεί κανείς τι αδιανόητες υποχωρήσεις έγιναν και με τι κόστος, ειδικά σε θέματα περιβάλλοντος και συνθηκών ζωής για τις επόμενες γενιές.
Συνολικά, οι ακαθάριστες επενδύσεις (ιδιωτικές και δημόσιες) στην Ελλάδα ήταν στο 26,2% επί του ΑΕΠ το 1965 και στο 25,66% την επόμενη χρονιά. Με την έλευση της χούντας το 1967 έπεσαν στο 24,1% για να «πικάρουν» το 1970 στο 30%. Τις δύο επόμενες χρονιές υπήρξε κάμψη μεταξύ 27-28% για να φτάσει πάλι στο 30% το 1972-1973. Το 1974 επήλθε γκρεμοτσάκισμα στο 23%.
Παρά ταύτα οι δημόσιες επενδύσεις παρέμεναν σταθερές, όπως και προ επταετίας, χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις: Από το 1964 ώς και το 1968 κυμάνθηκαν μεταξύ 7,08%-7,59%, ενώ από το 1969-1974 από 6,9% έως 9,5%. Το φράγμα του 9%, πάντως, έσπασε μόνο δυο χρονιές (1971-1972). Στις ιδιωτικές επενδύσεις, όπου υποτίθεται έπεσε και το μεγαλύτερο βάρος, ειδικά με το χτίσιμο των πάντων, ένα μπετονάρισμα που βέβαια είχε ξεκινήσει επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχαμε (σε ποσοστά επί του ΑΕΠ): 1964: 18%, 1965: 18,7%, 1966: 18,5%, 1967: 16,6%, 1968: 20,1%, 1969: 21,4%, 1970: 19,6%, 1971: 19,7%, 1972: 21%, 1973: 21,9%, 1974: 16,1%.
Κρατικές δαπάνες Το μεγάλο ξεσάλωμα της χούντας, πάντως, έγινε με τις κρατικές δαπάνες, οι οποίες μόνο σε ένα μικρό ποσοστό αφορούσαν τις δημόσιες επενδύσεις, απαραίτητες ή περιττές, καθότι πολλές ήταν εντελώς αχρείαστες. Κι έγιναν για ευνόητους λόγους.
Ενώ, πάντως, θα περίμενε ενδεχομένως κάποιος ότι οι δαπάνες για την εθνική άμυνα θα αυξάνονταν, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα, επί επταετίας υπερδιογκώθηκε ο δημόσιος τομέας με επέκτασή του και αθρόες προσλήψεις «ημετέρων» υπαλλήλων, ενώ εκτινάχθηκαν και τα έξοδα για την «εσωτερική ασφάλεια» του καθεστώτος. Ταυτόχρονα, ένα μέρος των δαπανών αφορούσε και το δημόσιο χρέος, που γιγαντωνόταν χρόνο με τον χρόνο. Πάντα επί επταετίας, φυσικά! Συγκεκριμένα, οι κρατικές δαπάνες από το 1961 έως το 1963 είχαν σταθεροποιηθεί στα 22-25 δισ. δρχ. Από το 1964 έως το 1966, σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας της χώρας, παρουσίασαν μια μάλλον ήπια αύξηση από τα 30 στα 38 δισ. δρχ. Η συνέχεια, όμως, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αφού τα πράγματα ξέφυγαν εντελώς με το που ανέλαβαν οι χουνταίοι: 1966: 38 δισ., 1967: 46 δισ., 1968: 52 δισ., 1969: 65 δισ., 1970: 65 δισ., 1971: 74 δισ., 1972: 89 δισ., 1973: 105 δισ., 1974: 129 δισ. Με λίγα λόγια, η χούντα παρέλαβε τις κρατικές δαπάνες από τα 38 δισ. δρχ., που ήταν προ της έλευσής της το 1966, και τις... ξεχείλωσε τρεις φορές πάνω (!) στα 129 δισ. το 1974. Καταστροφή... Κατά τα άλλα, ακόμα και σήμερα υποστηρίζουν κάποιοι ότι επί δικτατορίας συμμαζεύτηκε το κράτος. Ούτε να γελάσει δεν μπορεί κανείς με τέτοιους ισχυρισμούς.
Τραπεζικός δανεισμός Τα χρόνια εκείνα ο τραπεζικός δανεισμός αφορούσε τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων. Από τα στοιχεία, λοιπόν, προκύπτει ότι οι επενδύσεις που έγιναν από τη βιομηχανία στη μεταποίηση ήταν με δανεικά των τραπεζών. Σε βαθμό παραλογισμού, μάλιστα! Τόσο πολύ, που προκλήθηκε «υπερθέρμανση» στην οικονομία, με συνέπεια την αναγκαστική επιβολή αυστηρών περιορισμών.
Συγκεκριμένα, το 1964 για κάθε 100 δρχ. που επενδύονταν στη μεταποίηση η τράπεζα δάνειζε τις 35 δρχ. και ο επιχειρηματίας έβαζε από την τσέπη του τις 65.
Δυο χρόνια μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τη χούντα το ποσοστό 35-65 είχε γίνει 81-19. Το 1970 και το 1971 η αναλογία είχε ξεφύγει στο σκανδαλώδες «90 δρχ. η τραπεζική πίστωση - 10 δρχ. ο επιχειρηματίας» για την επένδυση. Με συνέπεια, όπως είπαμε, την «υπερθέρμανση» της οικονομίας και τους αναπόφευκτους περιορισμούς, αφού έμπαινε σε κίνδυνο όλο το σύστημα, το οποίο είχε φτάσει στα όριά του με κάτι τέτοιες ανοησίες που έκαναν κακό και στις βιομηχανίες - βιοτεχνίες και στις τράπεζες.
Ξεδιάντροπο ψέμα η μείωση του χρέους Το ξεδιάντροπο ψέμα ότι επί χούντας το δημόσιο χρέος... μηδενίστηκε είναι ένα παραμύθι που δεν καταπίνεται ούτε από παιδιά νηπιαγωγείου. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Θέριεψε. Και είναι απορίας άξιο πώς κυκλοφορεί αυτός ο μύθος μέχρι τις μέρες μας, όταν οι αριθμοί είναι αμείλικτοι.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν το 1966 στα 32 δισ. δρχ. και το 1967 στα 39 δισ. δρχ. Τι έγινε επί επταετίας; Τριπλασιάστηκε, όπως και ο εξωτερικός δανεισμός στο ίδιο διάστημα! Βάρη τα οποία έπρεπε να κουβαλήσουν οι επόμενες δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις στη μεταπολίτευση. 1966: 32 δισ. δρχ., 1967: 39 δισ., 1968: 45 δισ., 1969: 57 δισ., 1970: 64 δισ., 1971: 71 δισ., 1972: 87 δισ., 1973: 94 δισ., 1974: 114 δισ. Εισαγωγές - εξαγωγές Οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν επί επταετίας. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, η τάση ήταν ήδη ανοδική από πριν. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί καλό, έστω κι αν η φούσκα του υπερβολικού δανεισμού με τα διάφορα τερτίπια προς τις επιχειρήσεις ήταν ωρολογιακή βόμβα. Ενώ, όμως, η εσωτερική παραγωγή είχε υποθηκευτεί ήδη ουσιαστικά στον τραπεζικό τομέα με τέτοιον «τρελό» δανεισμό, οι εισαγωγές φούντωναν. Και τετραπλασιάστηκαν ανοίγοντας όσο ποτέ την ψαλίδα.
Συγκεκριμένα, οι ελληνικές εξαγωγές ανέρχονταν σε 452 εκατ. δολ. το 1967, το 1971 είχαν ανέβει στα 625 εκατ. και το 1973 στα 1,2 δισ. Το 1974 έγινε το ρεκόρ με 1,7 δισ. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, πάντως, μειώθηκαν από το 63% του συνόλου των εξαγωγών το 1968 στο 48% το 1972. Στο ίδιο διάστημα οι εισαγωγές, και παρά τις πιεστικές καμπάνιες υπέρ των ελληνικών προϊόντων, ξεκίνησαν από 1,1 δισ. δολ. το 1967. Το 1972 είχαν διπλασιαστεί σε 2,2 δισ. Το 1973 εκτοξεύθηκαν στα 3,8 δισ. και το 1974 στα 4,5 δισ. δολάρια.
Πληθωρισμός Όπως είναι λογικό, με τόσες εισαγωγές, αλλά με τις κρατικές δαπάνες να φουντώνουν μέρα με τη μέρα, ο πληθωρισμός άρχισε να δείχνει τα δόντια του για τα καλά.
Έτσι, ενώ ο πληθωρισμός ήταν στο 2,5% το 1968 σκαρφάλωσε μεμιάς στο 6,6% το 1972 και ξέφυγε στο 40% το πρώτο εξάμηνο του 1974. Υπήρξε μια απόπειρα στο πόδι λίγο πριν πέσει η δικτατορία για να μειωθεί, αλλά δεν έγινε τίποτα επί της ουσίας. Την ίδια ώρα οι καταθέσεις μειώνονταν δραματικά.
Κατά συνέπεια η άνοδος των τιµών κατά 40%-45% το 1973 υπερκάλυψε την αύξηση των αστικών εισοδηµάτων, ενώ το αγροτικό εισόδηµα συρρικνώθηκε σημαντικά. Εξάλλου, οι ξένες παραγωγικές επενδύσεις μειώθηκαν εντυπωσιακά. Κοινωνικές παροχές Οι δαπάνες της κοινωνικής ασφάλισης και των παροχών παρουσίασαν σταθερή άνοδο από το 1964 μέχρι και το 1967, όταν από το 10,3% έφτασαν στο 14,4%. Η στασιμότητα από το 1967-1971 όταν ο δείκτης κόλλησε στο 14% είχε και αρνητική συνέχεια τα επόμενα χρόνια με μια κάθετη πτώση στο 13,7% το 1972 και στο 11,7% το 1973, επίπεδα στα οποία έμεινε και το 1974. Ως εκ τούτου οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης σε ποσοστά ΑΕΠ σαφώς συρρικνώθηκαν.
Επίσης, μείωση κατά δυο ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ παρουσιάστηκε επί επταετίας στις δαπάνες για την Παιδεία, ενώ οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν στο μισό μεταξύ 1972-1973. Συγκεκριμένα, από 34 δισ. δρχ. έπεσαν στα 19 δισ.
Φορολογία Ενώ οι φόροι προς τους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές μειώνονταν διαρκώς επί επταετίας, δεν συνέβη το ίδιο προς τα μικρά και μεσαία εισοδήματα. Οι συνολικοί φόροι για τους πολίτες αυξήθηκαν από 27,4% το 1966, ως ποσοστό του μικτού εισοδήματος, σε 29,2% το 1972. Από τις οικογένειες το καθεστώς εισέπραττε το 55% των φορολογικών εισοδημάτων μέσω έμμεσων φόρων και το 36% από άμεσους.
Εν κατακλείδι, όποιος ακόμα και 41 χρόνια μετά την πτώση της χούντας ισχυρίζεται ότι υπήρξε το διάστημα 1967-1974 κάποια χρυσή περίοδος για την ελληνική οικονομία, μάλλον δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον θησαυρό από τον... άνθρακα! Και δεν θα μπορούσε να συμβεί τίποτε άλλο από αυτόν τον άθλιο, ανίκανο και μοβόρικο θίασο των συνταγματαρχών. topontiki.gr
Via
Tags
Slider