Η χρονομηχανή ενός χαμένου έρωτα.
Είναι ένα κουτί κρυμμένο πίσω από τα πουλόβερ, στο πάνω ράφι της ντουλάπας σου. Αθέατο για τον οποιοδήποτε, μα για σένα πάντα εκεί. Tου χαρίζεις μια τρυφερή ματιά, όμοια με χάδι, κάθε φορά που περνά από το οπτικό σου πεδίο κι ύστερα το ξεχνάς. Μπορεί να περάσουν μήνες χωρίς να το ανοίξεις. Είναι το κουτί των αναμνήσεών σου. Η χρονομηχανή ενός χαμένου έρωτα.
Του χαμένου έρωτα. Του ενός και μοναδικού.
Το κουτί ανοίγει πάντα βράδυ. Απλώνεις το περιεχόμενο στο κρεβάτι , ενώ ακούς τα τραγούδια σου. Εκείνα τα κομμάτια που οι στίχοι τους σε πάνε πίσω. Σου θυμίζουν εκείνον, τις στιγμές που περάσατε μαζί κι όλα όσα ήσουν εσύ τότε. Ένας άλλος άνθρωπος, που μπορεί να στον θυμίζει ο καθρέφτης, μα έχεις αλλάξει. Γιατί ποτέ μετά από ένα χωρισμό δε μένουμε ίδιοι. Κάτι μέσα μας αλλάζει, αφήνοντας
ένα σημάδι στο πρόσωπο και μια ελαφριά κλίση στην πλάτη. Μπαγκάζι φορτωμένο πάθη, λάθη κι έρωτα.
Βαρύ και νταλκαδιασμένο. Αλησμόνητο.
Κάθεσαι οκλαδόν και το ανοίγεις. Τρίζει ελαφρά, γνώριμα πια.
Αμέσως χτυπά τα ρουθούνια σου το άρωμα. Εκείνου.
Από το μπλουζάκι που σου έδωσε να φορέσεις εκείνο το βράδυ στη συναυλία. Ποτισμένο από κορμί γνώριμο κι αγαπημένο που όμως πάει καιρός που δεν άγγιξες.
Αλλά το άρωμα είναι μνήμη. Με το που σε χτυπά, σε γυρνά πίσω κι ενεργοποιεί κι όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις. Ταξίδι στο χρόνο.
Αποκόμματα, ξέθωρες φωτογραφίες αγκαλιάς που σου σφίγγουν τα σωθικά. Γράμματα με το ελαφρά γερτό γραφικό του χαρακτήρα, το «Μονόγραμμα» , ένα παιδικό καλτσάκι για τότε που νομίζατε πως θα γίνετε τρείς. Αγκαλιά, εσύ με τα φαντάσματα. Εκείνου, του αγέννητου παιδιού, του παρελθόντος που δεν μπορείς να ξεχάσεις κι ολοένα ανασύρεις.
Είναι όπως
με τις πληγές. Αψήφιστα
πάει το χέρι και τις πειράζει, τις ματώνει, εμποδίζοντας να κλείσουν. Έτσι και με τους μεγάλους έρωτες. Τους περασμένους. Τους απόντες μα πάντα παρόντες. Αλήτικα ξεφεύγει το μυαλό και θυμάται. Πειράζει την πληγή επίμονα, εμποδίζοντάς την να κλείσει. Γιατί κατά βάθος δε θέλεις να κλείσει. Λες κι ο πόνος σου θυμίζει πως ότι έζησες
ήταν αληθινό. Λες κι ο πόνος θα σε εμποδίσει να ξεχάσεις.
Το κουτί θαμπώνει από δάκρυα που δεν μπορείς να εμποδίσεις. Από τον καπνό του τσιγάρου που ολοένα κόβεις και σε κάθε άνοιγμα ξεκινάς πάλι. Η καρδιά χάνει σε κάθε τι που αντικρίζεις κι ένα χτύπο. Ως πότε όμως;
Ως πότε θα ζεις εγκλωβισμένη στο παρελθόν; Ως πότε θα αρνείσαι πως
τελείωσε; Ότι έζησες ήταν αλήθεια. Μα πέρασε πια. Και το μόνο που κάνεις είναι κακό σε σένα και στο αύριο σου. Καταδικάζεις τον εαυτό σου να ζει στο παρελθόν. Στη χειρότερη μοναξιά αυτών που πέρασαν και δε θα έρθουν πάλι πίσω. Γιατί αν ήταν γραφτό να γυρίσουν θα το είχαν κάνει. Ξεπέρασε το.
Είναι δύσκολο. Κανείς που βίωσε έναν τέτοιο τρικυμισμένο, δυνατό έρωτα δεν μπορεί να το αρνηθεί.
Δε σου είπε κανείς να ξεχάσεις. Αλλά δεν μπορείς να ζεις έτσι. Εγκλωβισμένη σε ένα κουτί, που κάθε του άνοιγμα θα σε πηγαίνει πίσω. Άφησε τα σκοτάδια και προχώρησε στο φως. Ένα φως που σου ανήκει και θα στο χαρίσει ένας άλλος άνθρωπος. Μια νέα παρουσία που τώρα,
με το εμμονικό σου πισωγύρισμα, φρενάρεις. Τελείωσε μάτια μου κι όσο κι αν το σκέφτεσαι, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Μπορεί να μην τρέφουμε την αυταπάτη ότι θα τους ξεχάσουμε ποτέ, αλλά πρέπει να τους ξεπεράσουμε. Γιατί το δικό μας καλό, πρέπει να είναι πάντα προτεραιότητα, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Κλείσε λοιπόν
τα αυτιά στα τραγούδια που επίμονα δηλώνουν πως ποτέ δε θα μπεις σε άλλο σώμα και τραγούδα με όλη τη δύναμη των πνευμόνων σου πως η ζωή είναι ωραία για να την αναλώνεις σε τελειωμένες καταστάσεις. Κλείδωσε και καταχώνιασε το κουτί σε ένα βαθύ συρτάρι που ποτέ δε θα ανοίξεις. Μαζί με τα αποκόμματα, τα δώρα, τις φωτογραφίες και τα αποξηραμένα λουλούδια, κλείσε μέσα και το λογαριασμό αυτού του έρωτα. Έληξε, εξοφλήθηκε και συ μετακομίζεις. Πλέον έχεις άλλη διεύθυνση.
Της Στεύης Τσούτση
diaforetiko
Via
Είναι ένα κουτί κρυμμένο πίσω από τα πουλόβερ, στο πάνω ράφι της ντουλάπας σου. Αθέατο για τον οποιοδήποτε, μα για σένα πάντα εκεί. Tου χαρίζεις μια τρυφερή ματιά, όμοια με χάδι, κάθε φορά που περνά από το οπτικό σου πεδίο κι ύστερα το ξεχνάς. Μπορεί να περάσουν μήνες χωρίς να το ανοίξεις. Είναι το κουτί των αναμνήσεών σου. Η χρονομηχανή ενός χαμένου έρωτα.
Του χαμένου έρωτα. Του ενός και μοναδικού.
Το κουτί ανοίγει πάντα βράδυ. Απλώνεις το περιεχόμενο στο κρεβάτι , ενώ ακούς τα τραγούδια σου. Εκείνα τα κομμάτια που οι στίχοι τους σε πάνε πίσω. Σου θυμίζουν εκείνον, τις στιγμές που περάσατε μαζί κι όλα όσα ήσουν εσύ τότε. Ένας άλλος άνθρωπος, που μπορεί να στον θυμίζει ο καθρέφτης, μα έχεις αλλάξει. Γιατί ποτέ μετά από ένα χωρισμό δε μένουμε ίδιοι. Κάτι μέσα μας αλλάζει, αφήνοντας
ένα σημάδι στο πρόσωπο και μια ελαφριά κλίση στην πλάτη. Μπαγκάζι φορτωμένο πάθη, λάθη κι έρωτα.
Βαρύ και νταλκαδιασμένο. Αλησμόνητο.
Κάθεσαι οκλαδόν και το ανοίγεις. Τρίζει ελαφρά, γνώριμα πια.
Αμέσως χτυπά τα ρουθούνια σου το άρωμα. Εκείνου.
Από το μπλουζάκι που σου έδωσε να φορέσεις εκείνο το βράδυ στη συναυλία. Ποτισμένο από κορμί γνώριμο κι αγαπημένο που όμως πάει καιρός που δεν άγγιξες.
Αλλά το άρωμα είναι μνήμη. Με το που σε χτυπά, σε γυρνά πίσω κι ενεργοποιεί κι όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις. Ταξίδι στο χρόνο.
Αποκόμματα, ξέθωρες φωτογραφίες αγκαλιάς που σου σφίγγουν τα σωθικά. Γράμματα με το ελαφρά γερτό γραφικό του χαρακτήρα, το «Μονόγραμμα» , ένα παιδικό καλτσάκι για τότε που νομίζατε πως θα γίνετε τρείς. Αγκαλιά, εσύ με τα φαντάσματα. Εκείνου, του αγέννητου παιδιού, του παρελθόντος που δεν μπορείς να ξεχάσεις κι ολοένα ανασύρεις.
Είναι όπως
με τις πληγές. Αψήφιστα
πάει το χέρι και τις πειράζει, τις ματώνει, εμποδίζοντας να κλείσουν. Έτσι και με τους μεγάλους έρωτες. Τους περασμένους. Τους απόντες μα πάντα παρόντες. Αλήτικα ξεφεύγει το μυαλό και θυμάται. Πειράζει την πληγή επίμονα, εμποδίζοντάς την να κλείσει. Γιατί κατά βάθος δε θέλεις να κλείσει. Λες κι ο πόνος σου θυμίζει πως ότι έζησες
ήταν αληθινό. Λες κι ο πόνος θα σε εμποδίσει να ξεχάσεις.
Το κουτί θαμπώνει από δάκρυα που δεν μπορείς να εμποδίσεις. Από τον καπνό του τσιγάρου που ολοένα κόβεις και σε κάθε άνοιγμα ξεκινάς πάλι. Η καρδιά χάνει σε κάθε τι που αντικρίζεις κι ένα χτύπο. Ως πότε όμως;
Ως πότε θα ζεις εγκλωβισμένη στο παρελθόν; Ως πότε θα αρνείσαι πως
τελείωσε; Ότι έζησες ήταν αλήθεια. Μα πέρασε πια. Και το μόνο που κάνεις είναι κακό σε σένα και στο αύριο σου. Καταδικάζεις τον εαυτό σου να ζει στο παρελθόν. Στη χειρότερη μοναξιά αυτών που πέρασαν και δε θα έρθουν πάλι πίσω. Γιατί αν ήταν γραφτό να γυρίσουν θα το είχαν κάνει. Ξεπέρασε το.
Είναι δύσκολο. Κανείς που βίωσε έναν τέτοιο τρικυμισμένο, δυνατό έρωτα δεν μπορεί να το αρνηθεί.
Δε σου είπε κανείς να ξεχάσεις. Αλλά δεν μπορείς να ζεις έτσι. Εγκλωβισμένη σε ένα κουτί, που κάθε του άνοιγμα θα σε πηγαίνει πίσω. Άφησε τα σκοτάδια και προχώρησε στο φως. Ένα φως που σου ανήκει και θα στο χαρίσει ένας άλλος άνθρωπος. Μια νέα παρουσία που τώρα,
με το εμμονικό σου πισωγύρισμα, φρενάρεις. Τελείωσε μάτια μου κι όσο κι αν το σκέφτεσαι, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Μπορεί να μην τρέφουμε την αυταπάτη ότι θα τους ξεχάσουμε ποτέ, αλλά πρέπει να τους ξεπεράσουμε. Γιατί το δικό μας καλό, πρέπει να είναι πάντα προτεραιότητα, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Κλείσε λοιπόν
τα αυτιά στα τραγούδια που επίμονα δηλώνουν πως ποτέ δε θα μπεις σε άλλο σώμα και τραγούδα με όλη τη δύναμη των πνευμόνων σου πως η ζωή είναι ωραία για να την αναλώνεις σε τελειωμένες καταστάσεις. Κλείδωσε και καταχώνιασε το κουτί σε ένα βαθύ συρτάρι που ποτέ δε θα ανοίξεις. Μαζί με τα αποκόμματα, τα δώρα, τις φωτογραφίες και τα αποξηραμένα λουλούδια, κλείσε μέσα και το λογαριασμό αυτού του έρωτα. Έληξε, εξοφλήθηκε και συ μετακομίζεις. Πλέον έχεις άλλη διεύθυνση.
Της Στεύης Τσούτση
diaforetiko
Via
Tags
ΕΙΔΗΣΕΙΣ