σ ένα σικελικό τοπίο που ξετυλίγεται ανάμεσα στο θείο και το κοσμικό
Στην Αργολίδα, κτισμένη στο τοίχωμα του φαραγγιού του Ράδου, στέκει πάνω από το ποτάμι η Μονή Αβγού. Το παράξενο όνομά της το οφείλει σ ένα αβγό που πέταξε από τον γκρεμό κάποιος πιστός κι αυτό δεν έσπασε σε απόδειξη της πίστης του. Ένας χωματόδρομος με έφερε στο κρυμμένο στη χαράδρα, αναστηλωμένο αλλά ακατοίκητο μοναστήρι. Περνώντας μέσα στο γαλήνιο, κατακόρυφο λαβύρινθο του γίνεται φανερό το κομματιαστό, από γενιά σε γενιά κτίσιμο, με την εκκλησία και τα παλαιότερα κελιά να στηρίζονται στο βράχο και τα μεταγενέστερα δωμάτια ν ακουμπούν στα παλαιότερα. Στην εκκλησία μια ιωνική κολόνα αποτελεί αρχαία μαρτυρία ενός προχριστιανικού ναού που υπήρχε στην τοποθεσία. Βγαίνοντας στη σκεπή, το φαράγγι απλώνεται κάτω από τον γκρεμό προς τα δυτικά, πέρα ως τον Αργολικό κάμπο. Η δεξιά πλευρά είναι πευκόφυτη, ενώ δίπλα στη Μονή χάσκουν στον ασβεστόλιθο άδειες σπηλιές, παλιά ερημητήρια. Η σιωπηλή εικόνα αποτυπώνεται άφθαρτη στο μάτι, όμοια όπως προβάλλει από τα παράθυρα στα κελιά του μοναστηριού που βλέπει απλωμένο στον γκρεμό, ακίνητο και για αιώνες, το δρόμο προς τη θάλασσα. Το σκηνικό μου φέρνει στο νου τη σκηνή μιας παλιάς ταινίας: στην "Περιπέτεια" του Αντονιόνι, οι δύο πρωταγωνιστές, αναζητώντας μια χαμένη φίλη, περιφέρονται σ ένα σικελικό τοπίο που ξετυλίγεται ανάμεσα στο θείο και το κοσμικό, βιώνοντας με λύπη την αποτυχία τους να συνδεθούν μαζί του αλλά και μεταξύ τους. Στην περιπλάνησή τους ο άντρας, πικρόχολος, μεσήλικος αρχιτέκτονας, σχολιάζει από την ταράτσα ότι κάποτε τα ωραία πράγματα είχαν αιώνες ζωής μπροστά τους. Η νεαρή κοπέλα, αφημένη στην ομορφιά του χώρου, εκστομίζει με καημό τον πόθο της να ήταν τα πράγματα απλά και ξεκάθαρα, και ταυτόχρονα, τραβώντας ασυναίσθητα το σχοινί της καμπάνας, την κάνει να χτυπήσει. Αρχίζουν τότε να απαντούν καμπάνες και για λίγο οι ήρωες μας παραδίδονται με αγαλλίαση στην απρόσμενη, σαν από μηχανής θεός, συνομιλία. Στιγμιαία αγαλλίαση, όπως αυτή που δώρισε η εικόνα η οποία γέμισε τα μάτια μου πάνω στη στέγη της Μονής Αβγού. Το συλλογισμό μου διακόπτει μαι παρέα που σκορπίζεται στην άδεια κυψέλη του οικοδομήματος, ψηλαφώντας χαμηλόφωνα τα ίχνη της αλλοτινής ανθρώπινης παρουσίας στις σκάλες, στους διαδρόμους και στους τοίχους.
Φεύγω, και με μια ύστερη ματιά στη θέα προσπαθώ να κρατήσω την εικόνα στο μυαλό μου. Εικόνα σαν κι αυτές που εμφανίζονται τις νύχτες που σφαλίζουν ήρεμα τα βλέφαρα των ανθρώπων, συνδέοντας μυστικά και με αόρατα σχοινιά τον ύπνο τους με τα άδεια, πέτρινα μοναστήρια της Αργολίδας.
Via
Στην Αργολίδα, κτισμένη στο τοίχωμα του φαραγγιού του Ράδου, στέκει πάνω από το ποτάμι η Μονή Αβγού. Το παράξενο όνομά της το οφείλει σ ένα αβγό που πέταξε από τον γκρεμό κάποιος πιστός κι αυτό δεν έσπασε σε απόδειξη της πίστης του. Ένας χωματόδρομος με έφερε στο κρυμμένο στη χαράδρα, αναστηλωμένο αλλά ακατοίκητο μοναστήρι. Περνώντας μέσα στο γαλήνιο, κατακόρυφο λαβύρινθο του γίνεται φανερό το κομματιαστό, από γενιά σε γενιά κτίσιμο, με την εκκλησία και τα παλαιότερα κελιά να στηρίζονται στο βράχο και τα μεταγενέστερα δωμάτια ν ακουμπούν στα παλαιότερα. Στην εκκλησία μια ιωνική κολόνα αποτελεί αρχαία μαρτυρία ενός προχριστιανικού ναού που υπήρχε στην τοποθεσία. Βγαίνοντας στη σκεπή, το φαράγγι απλώνεται κάτω από τον γκρεμό προς τα δυτικά, πέρα ως τον Αργολικό κάμπο. Η δεξιά πλευρά είναι πευκόφυτη, ενώ δίπλα στη Μονή χάσκουν στον ασβεστόλιθο άδειες σπηλιές, παλιά ερημητήρια. Η σιωπηλή εικόνα αποτυπώνεται άφθαρτη στο μάτι, όμοια όπως προβάλλει από τα παράθυρα στα κελιά του μοναστηριού που βλέπει απλωμένο στον γκρεμό, ακίνητο και για αιώνες, το δρόμο προς τη θάλασσα. Το σκηνικό μου φέρνει στο νου τη σκηνή μιας παλιάς ταινίας: στην "Περιπέτεια" του Αντονιόνι, οι δύο πρωταγωνιστές, αναζητώντας μια χαμένη φίλη, περιφέρονται σ ένα σικελικό τοπίο που ξετυλίγεται ανάμεσα στο θείο και το κοσμικό, βιώνοντας με λύπη την αποτυχία τους να συνδεθούν μαζί του αλλά και μεταξύ τους. Στην περιπλάνησή τους ο άντρας, πικρόχολος, μεσήλικος αρχιτέκτονας, σχολιάζει από την ταράτσα ότι κάποτε τα ωραία πράγματα είχαν αιώνες ζωής μπροστά τους. Η νεαρή κοπέλα, αφημένη στην ομορφιά του χώρου, εκστομίζει με καημό τον πόθο της να ήταν τα πράγματα απλά και ξεκάθαρα, και ταυτόχρονα, τραβώντας ασυναίσθητα το σχοινί της καμπάνας, την κάνει να χτυπήσει. Αρχίζουν τότε να απαντούν καμπάνες και για λίγο οι ήρωες μας παραδίδονται με αγαλλίαση στην απρόσμενη, σαν από μηχανής θεός, συνομιλία. Στιγμιαία αγαλλίαση, όπως αυτή που δώρισε η εικόνα η οποία γέμισε τα μάτια μου πάνω στη στέγη της Μονής Αβγού. Το συλλογισμό μου διακόπτει μαι παρέα που σκορπίζεται στην άδεια κυψέλη του οικοδομήματος, ψηλαφώντας χαμηλόφωνα τα ίχνη της αλλοτινής ανθρώπινης παρουσίας στις σκάλες, στους διαδρόμους και στους τοίχους.
Φεύγω, και με μια ύστερη ματιά στη θέα προσπαθώ να κρατήσω την εικόνα στο μυαλό μου. Εικόνα σαν κι αυτές που εμφανίζονται τις νύχτες που σφαλίζουν ήρεμα τα βλέφαρα των ανθρώπων, συνδέοντας μυστικά και με αόρατα σχοινιά τον ύπνο τους με τα άδεια, πέτρινα μοναστήρια της Αργολίδας.
Via
Tags
Νέα