Μόλις είχε τελειώσει ένα ντοκιμαντέρ στο National Geographic με θέμα τη ζωή του λιονταριού.
Καθισμένος στον καναπέ του, αναλογίστηκε πόσο του άρεσαν αυτού του είδους οι εκπομπές και με πόσο ενδιαφέρον τις παρακολουθούσε.
Αφού αφομοίωσε όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του λιονταριού, αυτομάτως ήρθε η μορφή του πατέρα του στο μυαλό του.
Ίσως το αγέρωχο βήμα του, η κορμοστασιά του ή κάποιες λεπτομέρειες της πορείας του λιονταριού, του έδωσαν το έναυσμα της θύμισης. Άρχισε να σκέφτεται τον πατέρα του και να αναζητά αυτό που πραγματικά αισθανόταν βαθιά μέσα του.
Κάπως δύσκολο του φαινόταν να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του, γιατί και αυτός από την οικογένειά του προερχόταν, απόγονός του ήταν και σαν αρσενικό, κάποια στιγμή είχε αναπτύξει αισθήματα ανταγωνισμού προς αυτόν.
Στο μυαλό του υπήρχαν μπερδεμένα συναισθήματα, περηφάνιας, θαυμασμού, αγαπημένων στιγμών, αλλά και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, απροσδιόριστου κενού, επαφής, κριτικής…
Πολλές φορές προσπαθούσε να ξεδιαλύνει ποιο από όλα αυτά υπερίσχυε, αλλά ήταν μια κατάσταση που ψυχικά, πάντα τον μπέρδευε και τον κούραζε. Δύσκολο πράμα να είσαι πατέρας, σκέφτηκε.
Η συμπεριφορά αλλά και οι «ελιγμοί» του «πατέρα» μέσα στην οικογένεια τον δυσκολεύει τώρα που έχει τη δική του οικογένεια κι αυτός όπως εκείνος.
Ένας συνειρμός σκέψεων πλημμύρισε το μυαλό του.
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι σωστός πατέρας και να μη χαθείς μέσα στα προσωπικά σου βιώματα.
Αυτό που έζησες πριν, μπορείς να το διαχειριστείς, να το βελτιώσεις, να το αναδημιουργήσεις με σωστά βήματα και να χτίσεις μια καλύτερη οικογένεια από εκείνη που είχες εσύ; Αυτός -σκέφτηκε- πρέπει να είναι και ο σκοπός της οικογένειας.
Να τη δημιουργείς σε καλύτερες και πιο γερές βάσεις από τη δική σου.
Ξέρεις τι δεν σου άρεσε, ξέρεις τα λάθη, ξέρεις τι λείπει, ξέρεις πώς πρέπει να κινηθείς.
Αλλά χρειάζεται να το αισθανθείς, να το προσπαθήσεις, κάνοντας μια αυτοκριτική που μπορεί να σε πονέσει και να μη σου αρέσει κιόλας.
Όμως έτσι σώζεται και βελτιώνεται.
Δρόμος δύσκολος αυτός. Ο άλλος είναι πολύ εύκολος, γνωστός και κλωνοποιημένος.
Πατάς απλώς στα ίδια χνάρια, ακολουθείς, ενεργείς και εκφράζεσαι βάσει του γνωστού κλασικού πρωτοκόλλου.
Αυτού, που χωρίς σκέψη και άποψη, έχεις μάθει ή σου έχουν μάθει ότι είναι το σωστό.
Βέβαια παίζει μεγάλο
ρόλο τι ζωή έχεις περάσει από μικρός έως ότου φτάσεις να γίνεις κι εσύ πατέρας, και αν έχεις περάσει «δύσκολα», τόσο δύσκολα τα ξεπεράσεις. Ο δικός του πατέρας είχε φάει με το κουτάλι κατοχή, κακουχίες και στερήσεις πολλές.
Σκληρά χρόνια, αυτό να λέγεται.
Ίσως για αυτό διέθετε και έναν τύπο κλειστού και μοναχικού χαρακτήρα.
Όσο το σκεφτόταν και το ανέλυε, κατέληξε ότι δεν είχε και τα φοβερά προβλήματα με τον πατέρα του.
Λίγο πολύ, τα οικεία σε όλους.
Περισσότερη προσοχή όταν την χρειαζόταν πραγματικά σε κρίσιμες στιγμές της ζωής του, και περισσότερη επαφή και υποστήριξη, ήθελε.
Τρία παιδιά, ο μεγαλύτερος ήταν αυτός, ο πρωτότοκος.
Ο πατέρας του πάλι, ποιόν να πρωτοκοίταζε
και να πρόσεχε ιδιαίτερα.
Αλλά το παράπονο του «παιδιού»…παράπονο. Σκεπτόμενος το παρελθόν του, η μορφή του πατέρα του φάνταζε λίγο απόμακρη και σχεδόν σαν παρατηρητής της δικής του πορείας μέχρι τώρα, σαν το «λιοντάρι» που παρακολουθεί από το ύψωμα και επεμβαίνει αν και όταν χρειαστεί.
Πολλές φορές ήθελε να του μιλήσει, να εκφραστεί για αυτά που θα ήθελε και δεν πήρε από εκείνον.
Να του πει τα παράπονά του σαν γιος, να ακούσει την άποψή του.
Όλα αυτά τον απασχολούσαν περισσότερο τώρα, που είχε και αυτός τη δική του οικογένεια και το βίωνε σαν καημό μέσα του.
Και πάντα δίσταζε, δείλιαζε, το παραδεχόταν. Ίσως και εκείνος με τη δική του συμπεριφορά τον καθοδηγούσε κατά κάποιο τρόπο να αποφεύγουν μια τέτοια συζήτηση μεταξύ τους, λες και οι απαντήσεις ήταν αυτονόητες.
Έτσι, το άφηνε κι αυτός για κάποια άλλη, πιο κατάλληλη στιγμή. Ο χρόνος όμως δεν περίμενε, έδινε ευκαιρίες αλλά δεν τις προσέφερε για πάντα.
Βλέποντάς τον στα γεράματα, καθηλωμένο στο κρεβάτι, με αδυνατισμένη μνήμη, ταλαιπωρημένο από βαριά τετελεσμένα προβλήματα υγείας να υπομένει το μαρτύριό του, μόνο τα μάτια του ήταν αυτά που του θύμιζαν πλέον το «λιοντάρι» που ήταν κάποτε. Τον θυμήθηκε με το καπελάκι του, πάντα στην τρίχα σε στυλ «Χάμφρευ Μπόκαρτ», με το ατσαλάκωτο σακάκι του, να κάνει τις περαντζάδες του (βόλτες) στην πόλη, να παρατηρεί τα πάντα, να εκφέρει το λόγο του και να έχει άποψη για όλα.
Να «διατάζει» μέσα στην οικογένειά του, να έχει τον πρώτο λόγο, σαν ο αναμφισβήτητος βασιλιάς, ο πατέρας.
Να ασχολείται με διάφορες εργασίες του σπιτιού, γιατί ήταν και μάστορας σε ό,τι έπιανε στα χέρια του και πολυτεχνίτης.
Καθισμένος στην πολυθρόνα του, στον «θρόνο» του, έλυνε τα σταυρόλεξά του, τόμους ολόκληρους με άνεση και μαεστρία καθηγητού πανεπιστημίου, αν και είχε βγάλει μόνο κάποια τάξη του γυμνασίου λόγω «κατοχής».
Τις γνώσεις τις ρουφούσε σαν σφουγγάρι και από μυαλό ξυράφι, θυμόταν τα πάντα.
Πάντα τον θαύμαζε για αυτό.
Τώρα ήταν ο ίδιος παρατηρητής και αφηγητής της ζωής του πατέρα του, σαν το ντοκιμαντέρ που παρακολούθησε πριν λίγο στην τηλεόραση. Στο τέλος του, είχε ένα ήρεμο και γαλήνιο βλέμμα λύτρωσης, που φαινόταν καθαρά στο χωρίς πνοή πρόσωπό του.
Όταν τον είδε εκεί, ένοιωσε λες και τα είχε πει όλα μαζί του, είχε πάρει όλες τις απαντήσεις που ήθελε, χωρίς να ειπωθεί λέξη.
Ήταν ο πατέρας του και ήταν ο γιος του και μέσα του, θα συνέχιζε να ζει μαζί του.
Το «λιοντάρι» ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι σε καινούριες στέπες και λιβάδια, σε ένα άλλο σώμα, ξαναγεννημένο, αγέρωχο και με τη χρυσαφένια χαίτη του να ανεμίζει περήφανα σε κάθε βήμα του.
Μάλλον θα διάλεγε ένα ψηλότερο λόφο για να παρατηρεί και να προσέχει καλύτερα την οικογένειά του και τους απογόνους του, από εκεί ψηλά, ποιος ξέρει. Η εικόνα αυτή του έδωσε μια απρόσμενη ανακούφιση.
Έκλεισε την τηλεόραση και έμεινε να κοιτά τη μαύρη οθόνη, ακίνητος.
Καλό σου ταξίδι πατέρα, ψιθύρισε από μέσα του και τα μάτια του θόλωσαν, καλό σου ταξίδι.
Πηγή
Via
Καθισμένος στον καναπέ του, αναλογίστηκε πόσο του άρεσαν αυτού του είδους οι εκπομπές και με πόσο ενδιαφέρον τις παρακολουθούσε.
Αφού αφομοίωσε όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του λιονταριού, αυτομάτως ήρθε η μορφή του πατέρα του στο μυαλό του.
Ίσως το αγέρωχο βήμα του, η κορμοστασιά του ή κάποιες λεπτομέρειες της πορείας του λιονταριού, του έδωσαν το έναυσμα της θύμισης. Άρχισε να σκέφτεται τον πατέρα του και να αναζητά αυτό που πραγματικά αισθανόταν βαθιά μέσα του.
Κάπως δύσκολο του φαινόταν να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του, γιατί και αυτός από την οικογένειά του προερχόταν, απόγονός του ήταν και σαν αρσενικό, κάποια στιγμή είχε αναπτύξει αισθήματα ανταγωνισμού προς αυτόν.
Στο μυαλό του υπήρχαν μπερδεμένα συναισθήματα, περηφάνιας, θαυμασμού, αγαπημένων στιγμών, αλλά και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, απροσδιόριστου κενού, επαφής, κριτικής…
Πολλές φορές προσπαθούσε να ξεδιαλύνει ποιο από όλα αυτά υπερίσχυε, αλλά ήταν μια κατάσταση που ψυχικά, πάντα τον μπέρδευε και τον κούραζε. Δύσκολο πράμα να είσαι πατέρας, σκέφτηκε.
Η συμπεριφορά αλλά και οι «ελιγμοί» του «πατέρα» μέσα στην οικογένεια τον δυσκολεύει τώρα που έχει τη δική του οικογένεια κι αυτός όπως εκείνος.
Ένας συνειρμός σκέψεων πλημμύρισε το μυαλό του.
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι σωστός πατέρας και να μη χαθείς μέσα στα προσωπικά σου βιώματα.
Αυτό που έζησες πριν, μπορείς να το διαχειριστείς, να το βελτιώσεις, να το αναδημιουργήσεις με σωστά βήματα και να χτίσεις μια καλύτερη οικογένεια από εκείνη που είχες εσύ; Αυτός -σκέφτηκε- πρέπει να είναι και ο σκοπός της οικογένειας.
Να τη δημιουργείς σε καλύτερες και πιο γερές βάσεις από τη δική σου.
Ξέρεις τι δεν σου άρεσε, ξέρεις τα λάθη, ξέρεις τι λείπει, ξέρεις πώς πρέπει να κινηθείς.
Αλλά χρειάζεται να το αισθανθείς, να το προσπαθήσεις, κάνοντας μια αυτοκριτική που μπορεί να σε πονέσει και να μη σου αρέσει κιόλας.
Όμως έτσι σώζεται και βελτιώνεται.
Δρόμος δύσκολος αυτός. Ο άλλος είναι πολύ εύκολος, γνωστός και κλωνοποιημένος.
Πατάς απλώς στα ίδια χνάρια, ακολουθείς, ενεργείς και εκφράζεσαι βάσει του γνωστού κλασικού πρωτοκόλλου.
Αυτού, που χωρίς σκέψη και άποψη, έχεις μάθει ή σου έχουν μάθει ότι είναι το σωστό.
Βέβαια παίζει μεγάλο
ρόλο τι ζωή έχεις περάσει από μικρός έως ότου φτάσεις να γίνεις κι εσύ πατέρας, και αν έχεις περάσει «δύσκολα», τόσο δύσκολα τα ξεπεράσεις. Ο δικός του πατέρας είχε φάει με το κουτάλι κατοχή, κακουχίες και στερήσεις πολλές.
Σκληρά χρόνια, αυτό να λέγεται.
Ίσως για αυτό διέθετε και έναν τύπο κλειστού και μοναχικού χαρακτήρα.
Όσο το σκεφτόταν και το ανέλυε, κατέληξε ότι δεν είχε και τα φοβερά προβλήματα με τον πατέρα του.
Λίγο πολύ, τα οικεία σε όλους.
Περισσότερη προσοχή όταν την χρειαζόταν πραγματικά σε κρίσιμες στιγμές της ζωής του, και περισσότερη επαφή και υποστήριξη, ήθελε.
Τρία παιδιά, ο μεγαλύτερος ήταν αυτός, ο πρωτότοκος.
Ο πατέρας του πάλι, ποιόν να πρωτοκοίταζε
και να πρόσεχε ιδιαίτερα.
Αλλά το παράπονο του «παιδιού»…παράπονο. Σκεπτόμενος το παρελθόν του, η μορφή του πατέρα του φάνταζε λίγο απόμακρη και σχεδόν σαν παρατηρητής της δικής του πορείας μέχρι τώρα, σαν το «λιοντάρι» που παρακολουθεί από το ύψωμα και επεμβαίνει αν και όταν χρειαστεί.
Πολλές φορές ήθελε να του μιλήσει, να εκφραστεί για αυτά που θα ήθελε και δεν πήρε από εκείνον.
Να του πει τα παράπονά του σαν γιος, να ακούσει την άποψή του.
Όλα αυτά τον απασχολούσαν περισσότερο τώρα, που είχε και αυτός τη δική του οικογένεια και το βίωνε σαν καημό μέσα του.
Και πάντα δίσταζε, δείλιαζε, το παραδεχόταν. Ίσως και εκείνος με τη δική του συμπεριφορά τον καθοδηγούσε κατά κάποιο τρόπο να αποφεύγουν μια τέτοια συζήτηση μεταξύ τους, λες και οι απαντήσεις ήταν αυτονόητες.
Έτσι, το άφηνε κι αυτός για κάποια άλλη, πιο κατάλληλη στιγμή. Ο χρόνος όμως δεν περίμενε, έδινε ευκαιρίες αλλά δεν τις προσέφερε για πάντα.
Βλέποντάς τον στα γεράματα, καθηλωμένο στο κρεβάτι, με αδυνατισμένη μνήμη, ταλαιπωρημένο από βαριά τετελεσμένα προβλήματα υγείας να υπομένει το μαρτύριό του, μόνο τα μάτια του ήταν αυτά που του θύμιζαν πλέον το «λιοντάρι» που ήταν κάποτε. Τον θυμήθηκε με το καπελάκι του, πάντα στην τρίχα σε στυλ «Χάμφρευ Μπόκαρτ», με το ατσαλάκωτο σακάκι του, να κάνει τις περαντζάδες του (βόλτες) στην πόλη, να παρατηρεί τα πάντα, να εκφέρει το λόγο του και να έχει άποψη για όλα.
Να «διατάζει» μέσα στην οικογένειά του, να έχει τον πρώτο λόγο, σαν ο αναμφισβήτητος βασιλιάς, ο πατέρας.
Να ασχολείται με διάφορες εργασίες του σπιτιού, γιατί ήταν και μάστορας σε ό,τι έπιανε στα χέρια του και πολυτεχνίτης.
Καθισμένος στην πολυθρόνα του, στον «θρόνο» του, έλυνε τα σταυρόλεξά του, τόμους ολόκληρους με άνεση και μαεστρία καθηγητού πανεπιστημίου, αν και είχε βγάλει μόνο κάποια τάξη του γυμνασίου λόγω «κατοχής».
Τις γνώσεις τις ρουφούσε σαν σφουγγάρι και από μυαλό ξυράφι, θυμόταν τα πάντα.
Πάντα τον θαύμαζε για αυτό.
Τώρα ήταν ο ίδιος παρατηρητής και αφηγητής της ζωής του πατέρα του, σαν το ντοκιμαντέρ που παρακολούθησε πριν λίγο στην τηλεόραση. Στο τέλος του, είχε ένα ήρεμο και γαλήνιο βλέμμα λύτρωσης, που φαινόταν καθαρά στο χωρίς πνοή πρόσωπό του.
Όταν τον είδε εκεί, ένοιωσε λες και τα είχε πει όλα μαζί του, είχε πάρει όλες τις απαντήσεις που ήθελε, χωρίς να ειπωθεί λέξη.
Ήταν ο πατέρας του και ήταν ο γιος του και μέσα του, θα συνέχιζε να ζει μαζί του.
Το «λιοντάρι» ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι σε καινούριες στέπες και λιβάδια, σε ένα άλλο σώμα, ξαναγεννημένο, αγέρωχο και με τη χρυσαφένια χαίτη του να ανεμίζει περήφανα σε κάθε βήμα του.
Μάλλον θα διάλεγε ένα ψηλότερο λόφο για να παρατηρεί και να προσέχει καλύτερα την οικογένειά του και τους απογόνους του, από εκεί ψηλά, ποιος ξέρει. Η εικόνα αυτή του έδωσε μια απρόσμενη ανακούφιση.
Έκλεισε την τηλεόραση και έμεινε να κοιτά τη μαύρη οθόνη, ακίνητος.
Καλό σου ταξίδι πατέρα, ψιθύρισε από μέσα του και τα μάτια του θόλωσαν, καλό σου ταξίδι.
Πηγή
Via
Tags
Νέα