Και τώρα τι; Ξαναφτιάχνεται;
Καθισμένη σε εκείνο το ξύλινο παγκάκι. Παλιό, ξεφτισμένο, γεμάτο από πολυκαιρισμένες ακίδες.
Κάποτε ήταν καινούργιο. Κάποτε, άντεχε δυο.
Φρεσκοβαμμένο, με τα μεταλλικά του πόδια να αστράφτουν.
Δεν είχε τσίχλες κολλημένες από κάτω.
Δεν είχε χαράγματα από κλειδιά, αποτυπώματα ενός έρωτα ή ενός μίσους.
Δεν έλειπε κανένα κομματάκι ξύλο, δεν είχε φύγει καμία βίδα από τη θέση της.
Αγέρωχο, έστεκε και περίμενε να προσφέρει σε κάποιον την ανάπαυση.
Σήμερα, πρέπει να προσέχεις όταν πας να καθήσεις εκεί.
Κινδυνεύεις να σε ρίξει, να σε λερώσει, να σε τρυπήσει, να σε σηκώσει χωρίς να σε ξεκουράσει.
Μα πάνω από όλα, κινδυνεύεις να σε κάνει να σκεφτείς.
Καθισμένη στο παλιό ξύλινο παγκάκι δεν βολεύεται, αλλά της είναι τόσο οικείο, που δεν το καταλαβαίνει.
Δεν θυμάται να βολεύτηκε ποτέ και πουθενά, δεν θυμάται πώς είναι να έχεις κάτι καινούριο, καλογυαλισμένο, ζηλευτό.
Σαν να μην έχει μνήμες το βλέμμα της, σαν να μην έχει αναμνήσεις η αφή της.
Όλα παλιά τα θυμάται. Σκονισμένα, αραχνιασμένα.
Φυσιολογική φθορά των πραγμάτων, έτσι λέγεται.
Εκείνη όμως δεν το λέει έτσι. Εκείνη τα συνοψίζει όλα σε ένα ρήμα: «Γέρασα».
Πιάνει το ξύλο με το χέρι της και δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιο είναι πιο άγριο από τα δύο.
Σκύβει, μυρίζει, και δεν είναι σίγουρη αν η μυρωδιά είναι από το ξύλο ή από μέσα της.
Σκέφτεται και θυμάται. Θυμάται και μονολογεί. Μονολογεί και ακούει τον εαυτό της.
Καινούργια και εκείνη κάποτε. Καλογυαλισμένη και όμορφη. Δίχως ίχνος ρυτίδας.
Μοσχοβολιστή σαν νυχτολούλουδο.
Ίχνος ακίδας κανένα, τίποτα δεν θα μπορούσε να τρυπήσει τον πρώτο που θα ήθελε να βολευτεί αναπαυτικά στη ζωή της.
Σε όλα της αθώα, κομμένη και ραμμένη σε μέτρα και σταθμά.
Ακούραστη, αλέρωτη, ατόφια, διαθέσιμη.
Σταθερή, μέσα στην αστάθεια της ηλικίας της. Ασταθής μέσα στη σταθερότητα της ύπαρξής της.
Πού πήγαν όλα αυτά, δεν ξέρει. Πού χάθηκαν. Ποιος τα πήρε. Τι άφησε πίσω. Τι επέτρεψε εκείνη να παραμείνει στη θέση του.
Τίποτα; Όλα; Περισσότερα από πριν; Λιγότερα από ποτέ;
Ξαπλώνει στο παγκάκι. Οι ερωτήσεις στο κεφάλι της ορμούν σαν νερό, που δεν μπορείς να σταματήσεις.
Τι έκανε για το παγκάκι της δικής της ζωής;
Πώς το προστάτεψε; Πώς το συντήρησε; Γιατί έγινε έτσι;
Και τώρα τι; Ξαναφτιάχνεται;
Νυχτώνει επικίνδυνα κι εκείνη τη φοβάται τη νύχτα. Νυχτώνει και αν δει κάποιος την εικόνα από μακριά, γυναίκα και παγκάκι γίνονται μια μάζα στο κάδρο. Γέρασα», ψιθυρίζει μέσα απ΄ τα σκεπάσματα που την έχουν τυλίξει και δεν την αφήνουν να απαλλαγεί απ΄την εικόνα της. Γέρασα», φωνάζουν οι σταγόνες που τρέχουν στο μέτωπό της και στα μάτια της και δεν ξέρει να ξεχωρίσει ποιες από αυτές είναι ιδρώτας και ποιες δάκρυα. Γέρασα» φωνάζει το παγκάκι της, την ώρα που την εγκαταλείπει με το όνειρο μαζί και μένει μόνη.
Σηκώνεται απότομα.
Το παγκάκι άφησε τα σκουπίδια του πίσω.
Χαρτάκια, μικρά κομμάτια ξύλο, χορτάρια φυτρωμένα, αποτσίγαρα.
Δεν γέρασες, της λέει ο καθρέφτης. Απλά έζησες.
Δήμητρα Καφρομάνη
filenades
Via
Καθισμένη σε εκείνο το ξύλινο παγκάκι. Παλιό, ξεφτισμένο, γεμάτο από πολυκαιρισμένες ακίδες.
Κάποτε ήταν καινούργιο. Κάποτε, άντεχε δυο.
Φρεσκοβαμμένο, με τα μεταλλικά του πόδια να αστράφτουν.
Δεν είχε τσίχλες κολλημένες από κάτω.
Δεν είχε χαράγματα από κλειδιά, αποτυπώματα ενός έρωτα ή ενός μίσους.
Δεν έλειπε κανένα κομματάκι ξύλο, δεν είχε φύγει καμία βίδα από τη θέση της.
Αγέρωχο, έστεκε και περίμενε να προσφέρει σε κάποιον την ανάπαυση.
Σήμερα, πρέπει να προσέχεις όταν πας να καθήσεις εκεί.
Κινδυνεύεις να σε ρίξει, να σε λερώσει, να σε τρυπήσει, να σε σηκώσει χωρίς να σε ξεκουράσει.
Μα πάνω από όλα, κινδυνεύεις να σε κάνει να σκεφτείς.
Καθισμένη στο παλιό ξύλινο παγκάκι δεν βολεύεται, αλλά της είναι τόσο οικείο, που δεν το καταλαβαίνει.
Δεν θυμάται να βολεύτηκε ποτέ και πουθενά, δεν θυμάται πώς είναι να έχεις κάτι καινούριο, καλογυαλισμένο, ζηλευτό.
Σαν να μην έχει μνήμες το βλέμμα της, σαν να μην έχει αναμνήσεις η αφή της.
Όλα παλιά τα θυμάται. Σκονισμένα, αραχνιασμένα.
Φυσιολογική φθορά των πραγμάτων, έτσι λέγεται.
Εκείνη όμως δεν το λέει έτσι. Εκείνη τα συνοψίζει όλα σε ένα ρήμα: «Γέρασα».
Πιάνει το ξύλο με το χέρι της και δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιο είναι πιο άγριο από τα δύο.
Σκύβει, μυρίζει, και δεν είναι σίγουρη αν η μυρωδιά είναι από το ξύλο ή από μέσα της.
Σκέφτεται και θυμάται. Θυμάται και μονολογεί. Μονολογεί και ακούει τον εαυτό της.
Καινούργια και εκείνη κάποτε. Καλογυαλισμένη και όμορφη. Δίχως ίχνος ρυτίδας.
Μοσχοβολιστή σαν νυχτολούλουδο.
Ίχνος ακίδας κανένα, τίποτα δεν θα μπορούσε να τρυπήσει τον πρώτο που θα ήθελε να βολευτεί αναπαυτικά στη ζωή της.
Σε όλα της αθώα, κομμένη και ραμμένη σε μέτρα και σταθμά.
Ακούραστη, αλέρωτη, ατόφια, διαθέσιμη.
Σταθερή, μέσα στην αστάθεια της ηλικίας της. Ασταθής μέσα στη σταθερότητα της ύπαρξής της.
Πού πήγαν όλα αυτά, δεν ξέρει. Πού χάθηκαν. Ποιος τα πήρε. Τι άφησε πίσω. Τι επέτρεψε εκείνη να παραμείνει στη θέση του.
Τίποτα; Όλα; Περισσότερα από πριν; Λιγότερα από ποτέ;
Ξαπλώνει στο παγκάκι. Οι ερωτήσεις στο κεφάλι της ορμούν σαν νερό, που δεν μπορείς να σταματήσεις.
Τι έκανε για το παγκάκι της δικής της ζωής;
Πώς το προστάτεψε; Πώς το συντήρησε; Γιατί έγινε έτσι;
Και τώρα τι; Ξαναφτιάχνεται;
Νυχτώνει επικίνδυνα κι εκείνη τη φοβάται τη νύχτα. Νυχτώνει και αν δει κάποιος την εικόνα από μακριά, γυναίκα και παγκάκι γίνονται μια μάζα στο κάδρο. Γέρασα», ψιθυρίζει μέσα απ΄ τα σκεπάσματα που την έχουν τυλίξει και δεν την αφήνουν να απαλλαγεί απ΄την εικόνα της. Γέρασα», φωνάζουν οι σταγόνες που τρέχουν στο μέτωπό της και στα μάτια της και δεν ξέρει να ξεχωρίσει ποιες από αυτές είναι ιδρώτας και ποιες δάκρυα. Γέρασα» φωνάζει το παγκάκι της, την ώρα που την εγκαταλείπει με το όνειρο μαζί και μένει μόνη.
Σηκώνεται απότομα.
Το παγκάκι άφησε τα σκουπίδια του πίσω.
Χαρτάκια, μικρά κομμάτια ξύλο, χορτάρια φυτρωμένα, αποτσίγαρα.
Δεν γέρασες, της λέει ο καθρέφτης. Απλά έζησες.
Δήμητρα Καφρομάνη
filenades
Via
Tags
Slider