Όλα τα αδήλωτα και «αγνώστου ιδιοκτήτη» ακίνητα θα περιέρχονται από την 1η Ιανουαρίου 2023 αυτοδικαίως στο
Ελληνικό Δημόσιο.Την 31.12.2022 λήγει η προθεσμία διόρθωσης των ανακριβών αρχικών εγγραφών για εκατομμύρια ακίνητα σε διάφορες περιοχές της χώρας, μετά την παρέλευση της οποίας οι αρχικές εγγραφές καθίστανται οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο υπέρ των εγγεγραμμένων στο Κτηματολόγιο, αναφέρει σε επιστολή της προς τον Υφυπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Θεόδωρο Λιβάνιο και τον Γενικό Διευθυντή του «Ελληνικού Κτηματολογίου Α.Ε.» Στέφανο Κοτσώλη η ΠΟΜΙΔΑ.
Αυτό σημαίνει ότι μετά την οριστικοποίηση των εγγραφών αυτών:
- Όλα τα αδήλωτα και «αγνώστου ιδιοκτήτη» ακίνητα περιέρχονται αυτοδικαίως στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο θα πρέπει να δημιουργήσει ειδική υπηρεσία παραλαβής τους, και επιστροφής τους σε όσους τα διεκδικήσουν ή ζητήσουν αποζημίωση γι’ αυτά, και
- Όποιος ιδιοκτήτης ακινήτου δεν αναγράφεται ως δικαιούχος στις οριστικές εγγραφές, χάνει οριστικά την κυριότητα του ακινήτου του, και μπορεί μόνον να προσπαθήσει να διεκδικήσει χρηματική αποζημίωση από οποιονδήποτε τρίτο το δήλωσε ψευδώς ως δικό του στο Κτηματολόγιο.
Επειδή η ισχύουσα νομοθεσία, η οποία προβλέπει ότι η μη συμμετοχή του πολίτη σε μια διοικητική καταγραφή περιουσιακών δικαιωμάτων οδηγεί στην απώλειά τους, στην ουσία παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις και τις ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες περί προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας και εν όψει και της πρόσφατης (10.9.2022) ιστορικής απόφασης της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, η ΠΟΜΙΔΑ επανέρχεται στο αίτημα της από 18.6.2015 επιστολής της και ζητά η προθεσμία για τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος των πολιτών για διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στις περιοχές που έχουν κτηµατογραφηθεί να ορίζεται εικοσαετής από την έναρξη λειτουργίας κάθε Κτηματολογικού Γραφείου, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον Αστικό Κώδικα που προβλέπει απώλεια της κυριότητας λόγω 20ετούς «έκτακτης χρησικτησίας».
Η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να προβλέπει αφενός ότι η προθεσμία αυτή δεν λήγει προ της 31.12.2023 και αφετέρου να έχει αναδρομική ισχύ, καλύπτοντας και τις κτηματογραφημένες περιοχές όπου έχει ήδη λήξει και οι πρώτες εγγραφές έχουν οριστικοποιηθεί, με αποτέλεσμα χιλιάδες ιδιοκτήτες σε διάφορα μέρη της χώρας να έχουν αδίκως χάσει τις περιουσίες τους.
«Τέλος, σας επισημαίνουμε για μια ακόμη φορά την από ετών σοβαρότατη εκκρεμότητα της ανάγκης νομοθετικής επίλυσης του ιδιοκτησιακού προβλήματος των εκτός σχεδίου ακινήτων της χώρας, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η ολοκλήρωση Εθνικού Κτηματολογίου. Όπως είναι γνωστό, το Δημόσιο μπορεί να διεκδικεί “τα πάντα και για πάντα”, δηλαδή να διεκδικήσει οποιοδήποτε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο ως δικό του αν ο πολίτης δεν μπορέσει να βρει και να επικαλεσθεί μεταγραμμένα συμβόλαια αναγόμενα τουλάχιστον στο 1885», τονίζει η σχετική επιστολή.
Αν δεν εισαχθεί και στα εκτός σχεδίου ακίνητα (όπως έγινε με τα εντός, σύμφωνα με το ν. 3127/2003) γενική ρύθμιση ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να διεκδικεί περιουσιακά δικαιώματα υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 ήτοι ότι ο νομέας του ακινήτου «νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του σχετικού νόμου, αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη», πέραν του ότι ουδείς Έλληνας ή αλλοδαπός αγοραστής εκτός σχεδίου γης μπορεί να είναι βέβαιος για τα περιουσιακά του δικαιώματα, τότε και εδώ η διαδικασία σύνταξης Κτηματολογίου θα μετατραπεί σε εργαλείο δήμευσης της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας εκατοντάδων χιλιάδων έντιμων πολιτών από το κράτος με το πρόσχημα της μη ύπαρξης τίτλων ιδιοκτησίας ή αποδεδειγμένων πράξεων νομής χρονολογουμένων προ του 1885, ήτοι αναγόμενων σε εποχή που το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ελλάδας, βρισκόταν εκτός της ελληνικής επικράτειας και ένα μεγάλο μέρος των τίτλων είχαν συνταχθεί στην παλαιά τουρκική γλώσσα».