Η ενεργειακή κρίση υποχρεώνει την κυβέρνηση να κινηθεί «εκτός πλαισίου» και να επιδοτήσει και τους ηλιακούς θερμοσίφωνες
Πρόγραμμα επιδότησης για ηλιακούς θερμοσίφωνες προανήγγειλε ο υπουργός Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ.
Το πρόγραμμα για το οποίο ο υπουργός δεν είπε περισσότερες λεπτομέρειες, αναμένεται το επόμενο διάστημα.
Παράλληλα μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ αναφέρθηκε ακόμη στο πρόγραμμα για την τοποθέτηση 250.000 φωτοβολταϊκών έως το τέλος του χρόνου το οποίο απευθύνεται σε νοικοκυριά, αγρότες και επαγγελματίες. Από τα 250.000 πάνελ, τα 150.000 θα τοποθετηθούν στις στέγες νοικοκυριών, τα 75.000 θα αφορούν αγρότες και τα 75.000 επαγγελματίες. Αυτά αφορούν την κάλυψη των δικών τους αναγκών.
Πρόκειται για δύο ουσιαστικές παρεμβάσεις που θα έχουν άμεσα αποτελέσματα στην εξοικονόμηση ενέργειας και αποτελούσαν πάγιο αίτημα της αγοράς.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι θερμοσίφωνες είναι οι πλέον ενεργοβόρες συσκευές. Με την αλλαγή του θερμοσίφωνα σε ηλιακό, στα πλεονεκτήματα περιλαμβάνονται η εξοικονόμηση ενέργειας, η δραστική μείωση του κόστους θέρμανσης νερού μέχρι και 80%, η ταχεία απόσβεση κόστους απόκτησης και εγκατάστασης.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Μανιάτη, η απόδοση του ηλιακού θερμοσίφωνα είναι πολλαπλάσια άλλων ΑΠΕ για την ίδια επιφάνεια (π.χ. σε ένα έτος, για την παραγωγή 3MWh/a, ο ηλιακός απαιτεί 6,4 τ.μ., ενώ το φωτοβολταϊκό 15,4 τ.μ., δηλαδή απόδοση 40%-60%, έναντι απόδοσης 15%-20%). Στην Ελλάδα περίπου 5.000.000 κατοικίες δεν διαθέτουν ηλιακό θερμοσίφωνα καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν στα προγράμματα που είχαν «τρέξει» έως σήμερα παρά το γεγονός ότι πρόκειται και για ελληνικά προϊόντα με αποτέλεσμα να ανοίξουν και νέες θέσεις εργασίας εφόσον αυξηθεί η ζήτηση.
Σε μία μέση τετραμελή οικογένεια, αν εγκατασταθεί ένας ηλιακός θερμοσίφωνας, ο οποίος κοστίζει 800 με 1.000 ευρώ, η ηλεκτρική κατανάλωση μπορεί αμέσως να μειωθεί κατά περίπου 20%.
Το σημαντικότερο είναι ότι οι ηλιακοί θερμοσίφωνες αποτελούν μία καταπράσινη μορφή ενέργειας. Και μάλιστα, ένας ηλιακός θερμοσίφωνας μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 1700 χιλιόγραμμα το έτος. Όταν για παράδειγμα, ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, η αγορά του οποίου επίσης επιδοτείται, μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μόνο κατά 1.400 χιλιόγραμμα το έτος.