Αυτό προκύπτει από την τελευταία μελέτη της EY, Decoding the digital home, η οποία κατέγραψε τις απόψεις περισσότερων από 20.000 νοικοκυριών από οκτώ χώρες (Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ) για να αναλύσει τη στάση των καταναλωτών απέναντι στην τεχνολογία, τα media και τις τηλεπικοινωνίες που χρησιμοποιούν στο σπίτι.
Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι η εκτίναξη του κόστους ζωής ασκεί πίεση στο ψηφιακό νοικοκυριό. Περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά ανησυχούν ότι ο πάροχος ευρυζωνικότητας (60%) και ο πάροχος συνδρομητικής τηλεόρασης (55%) θα αυξήσουν το κόστος της συνδρομής, ενώ το 45% πιστεύουν ότι πληρώνουν περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει για περιεχόμενο που δεν καταναλώνουν.
Η μελέτη δείχνει, επίσης, ότι, καθώς αφήνουμε πίσω μας την πανδημία, η χρήση των ψηφιακών μέσων επανέρχεται σε κανονικούς ρυθμούς, με πολλούς καταναλωτές να προσπαθούν να περιορίσουν την έκθεσή τους στο διαδίκτυο. Το 34% σχεδιάζουν να περνούν λιγότερο χρόνο στο διαδίκτυο, το 27% θέλουν να μειώσουν τον αριθμό των πλατφορμών ροής (streaming) που χρησιμοποιούν, ενώ το 21% ενδέχεται να μειώσουν τον αριθμό των συνδεδεμένων συσκευών στα σπίτια τους.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, στις χώρες που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη άνοδο της ζήτησης μετά την πανδημία – ο Καναδάς, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ – εμφανίζονται σήμερα οι μεγαλύτερες πιθανότητες συρρίκνωσης της αγοράς.
Η τάση απόσυρσης από τον διαδικτυακό κόσμο επιδεινώνεται από την αυξημένη εστίαση των καταναλωτών στην ασφάλεια και την ευεξία. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι η πανδημία του COVID-19 έχει επιδεινώσει τους προϋπάρχοντες φόβους σχετικά με την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, με το 40% των νοικοκυριών να δηλώνουν ότι ανησυχούν περισσότερο για το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων από ό,τι πριν την πανδημία.
Οι ανησυχίες για την ψυχική υγεία που σχετίζονται με την έκθεση στο διαδίκτυο βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων καταναλωτών. 47% των ερωτηθέντων κάτω των 25 ετών σκέφτονται συχνά τον αρνητικό αντίκτυπο της χρήσης του διαδικτύου στην ευεξία τους, ενώ, το ίδιο ποσοστό, στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 44 ετών, ανησυχούν πολύ για το τι μπορεί να συναντήσουν στο διαδίκτυο. Συνολικά, το 59% των νοικοκυριών πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να κάνουν περισσότερα για την καταπολέμηση του επιβλαβούς διαδικτυακού περιεχομένου.
Η μελέτη υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι καταναλωτές αισθάνονται ότι οι προσφορές υπηρεσιών είναι πολύ περίπλοκες. Το 33% δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα προσφερόμενα ψηφιακά οικιακά πακέτα, ενώ 38% διακρίνουν πολύ μικρές διαφορές μεταξύ ανταγωνιστικών παρόχων. Συγχρόνως, ενώ πάνω από τους μισούς (54%) συμμετέχοντες στην έρευνα αναφέρουν ότι οι προσφορές γνωριμίας παίζουν ρόλο στην επιλογή παρόχου, 49% θεωρούν ότι οι προσφορές τούς δυσκολεύουν να προσδιορίσουν ποιος προσφέρει την καλύτερη αξία.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Γιώργος Αποστολάκης, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών και Επικεφαλής του κλάδου Τεχνολογίας, Media και Τηλεπικοινωνιών της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Η ισχυρή αύξηση της ζήτησης για συνδεσιμότητα και περιεχόμενο που πυροδότησε η πανδημία και τα διαδοχικά lockdowns, φαίνεται να τερματίζεται, καθώς τα νοικοκυριά σήμερα, αντιμέτωπα με την αλματώδη αύξηση του κόστους ζωής, επαναξιολογούν τις ανάγκες τους για ψηφιακές υπηρεσίες. Συγχρόνως, επανέρχονται οι ανησυχίες για την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων και τις επιπτώσεις της υπερβολικής έκθεσης στο διαδίκτυο στην ψυχική υγεία. Σε αυτό το περιβάλλον, οι πάροχοι υπηρεσιών συνδεσιμότητας και περιεχομένου, θα πρέπει να επανασχεδιάσουν τη στρατηγική και τα προϊόντα τους, και να ενισχύσουν το επίπεδο των υπηρεσιών τους».