Αν το κύμα των διαδηλώσεων των τελευταίων ημερών στην Κίνα πυροδοτήθηκε από την οργή απέναντι στην στρατηγική της «μηδενικής Covid», αποκαλύπτει επίσης μια
βαθιά απογοήτευση απέναντι στο κινεζικό πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με τους αναλυτές. Ένας δημοσιογράφος του BBC ανάμεσα στους συλληφθέντες.Σε πολλές πόλεις της Κίνας τις τελευταίες ημέρες, πλήθη Κινέζων διαδήλωσαν για να ζητήσουν το τέλος των υγειονομικών περιορισμών και περισσότερες πολιτικές ελευθερίες. Με βάση την διασπορά τους στην κινεζική επικράτεια, οι κινητοποιήσεις είναι οι σημαντικότερες από το 1989 και τις διαδηλώσεις του κινήματος για την δημοκρατία.
Το έναυσμα στάθηκε η πυρκαγιά στο Ουρουμτσί, την πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντζιάνγκ. Οι αρχές κατηγορήθηκαν για τα περιοριστικά μέτρα κατά της Covid που παρεμπόδισαν το έργο της πυρόσβεσης και διάσωσης.
Ομως, λίγο κάτω από την επιφάνεια, η δυσαρέσκεια έχει βαθύτερες ρίζες. Η Κίνα είναι μία από τις τελευταίες χώρες στον κόσμο που εφαρμόζει δρακόντεια πολιτική υγείας, που περιλαμβάνει αυστηρά lockdown, αποκλεισμούς περιοχών, εκστρατείες μαζικών τεστ και μακροχρόνιες καραντίνες.
Στα όρια της υπομονής, τμήμα του πληθυσμού ήλπιζε ότι τα περιοριστικά μέτρα θα χαλάρωναν μετά το Συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος τον Οκτώβριο.
Ματαίως. Τελικά το καθεστώς του Πεκίνου ενίσχυσε τους υγειονομικούς περιορισμούς.
«Οι άνθρωποι έχουν φθάσει σε σημείο έκρηξης, διότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη κατεύθυνση στον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί για να τεθεί τέλος στην πολιτική της μηδενικής Covid» εξηγεί ο Alfred Wu Muluan, ειδικός Κινεζικής Πολιτικής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης.
«Στον δρόμο προς το 20ό Συνέδριο αναμενόταν κάποια πολιτική αλλαγή», δηλώνει ο Yasheng Huang του MIT.
«Ομως η σύνθεση της ηγεσίας του Κονγκρέσου (αποτελούμενη αποκλειστικά από ανθρώπους του Σι Τζινπίνγκ και οπαδούς της πολιτικής της μηδενικής Covid), σκότωσε τις προσδοκίες και έπεισε τους ανθρώπους να λάβουν οι ίδιοι μέτρα».
«Ελευθερία λόγου»
Στην δυσαρέσκεια που προκαλούν οι υγειονομικοί περιορισμοί προστέθηκαν γρήγορα τα αιτήματα για αλλαγές στο πολιτικό πεδίο.
Στην Σανγκάη, οι διαδηλωτές φώναζαν χθες το σύνθημα «Σι Τζινπίνγκ παραιτήσου!», «ΚΚΚ, φύγε!». «Ελευθερία στην Τέχνη», «Ελευθερία Λόγου», ήταν μεταξύ των συνθημάτων που ακούγονταν στο Πεκίνο.
«Δεν θυμάμαι δημόσιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που να απαιτούν (ανοικτά) ελευθερία του Τύπου κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες», έγραψε η πολιτική επιστήμονας Maria Repnikova.
«Το πραγματικά ενδιαφέρον με τις διαδηλώσεις αυτές είναι ο τρόπος με τον οποίο η προσοχή που εστιάζει σε ένα και μοναδικό θέμα», τους υγειονομικούς περιορισμούς, «απλώθηκε σε ευρύτερα πολιτικά θέματα».
Στην πλειονότητά τους νέοι, οι διαδηλωτές, που κινητοποιήθηκαν μέσω του Ιντερνετ, προσέφυγαν σε έξυπνα στρατηγήματα για την παράκαμψη της κρατικής λογοκρισίας, κρατώντας λευκά φύλλα χαρτί ή ανεβάζοντας online άρθρα φτιαγμένα από παράλογες συνθέσεις «θετικών» λέξεων για να προσελκύσουν την προσοχή στην απουσία ελευθερίας της έκφρασης.
«Οι διαδηλωτές είναι πολύ νέοι και η οργή της βάσης είναι πολύ σφοδρή», λέει ο Alfred Wu Muluan.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτό που θα πρέπει να ανησυχεί την ηγεσία του κόμματος είναι η οργή των διαδηλωτών απέναντι στους ανώτατους αξιωματούχους του καθεστώτος, φαινόμενο πρωτοφανές από τις κινητοποιήσεις του 1989 που πνίγηκαν στο αίμα.
«Βάσει των διαστάσεων και της έντασης, πρόκειται για την σημαντικότερη κινητοποίηση νέων στην Κίνα από το φοιτητικό κίνημα του 1989», λέει ο Willy Wo-Lap Lam του ιδρύματος Jamestown.
«Το 1989, οι φοιτητές πρόσεχαν πολύ να μην επιτεθούν στην ηγεσία του κόμματος. Αυτήν την φορά, ζήτησαν απερίφραστα αλλαγή κατεύθυνσης».
Οι διαδηλώσεις οργανώθηκαν στα μεγάλα πανεπιστήμια του Πεκίνου και στις πόλεις της κεντρικής Κίνας όπως οι Γουχάν και Τσενγκντού και είχαν πρωτοφανείς διαστάσεις. Οι αναλυτές ωστόσο εφιστούν την προσοχή σε οποιαδήποτε σύγκριση με τα αιματηρά γεγονότα του 1989.
«Δεν υπάρχει ίσως γενική διεκδίκηση πολιτικών μεταρρυθμίσεων πέραν τις εξόδου από την πολιτική της μηδενικής Covid», έγραψε στο Twitter η Chenchen Zhang, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Durham.
«Η σημερινή νεολαία των πόλεων έχει μεγαλώσει με την οικονομική ανάπτυξη, με τα κοινωνικά δίκτυα και μία παγκοσμιοποιημένη λαϊκή κουλτούρα».
«Η οργή είναι πολύ σφοδρή»
Στην Κίνα, οι σπάνιες δημόσιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατευθύνονται συνήθως εναντίον τοπικών αξιωματούχων και επιχειρήσεων, ενώ το Πεκίνο «εμφανίζεται ως καλοπροαίρετη δύναμη που κινείται για να σώσει τους ανθρώπους από την διαφθορά των τοπικών αξιωματούχων», σύμφωνα με την καθηγήτρια.
Αυτήν την φορά, «η κεντρική κυβέρνηση γίνεται πλέον στόχος, διότι οι άνθρωποι κατανοούν ότι η “μηδενική Covid” είναι η πολιτική της», εξηγεί η Mary Gallagher, διευθύντρια του Κέντρου Κινεζικών μελετών του Πανεπιστημίου του Michigan.
Και τώρα πώς θα αντιδράσει το Πεκίνο;
«Η οργή είναι πολύ σφοδρή, αλλά δεν μπορούν να συλλάβουν όλον τον κόσμο», λέει ο Alfred Wu Muluan.
Σύμφωνα με τον Peter Frankopan, καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η θέση της αστυνομίας είναι δύσκολη.
«Θα υπάρξει σημαντική συμπάθεια, κυρίως των νέων αστυνομικών, απέναντι στους διαδηλωτές. Κατά συνέπεια, μια διαταγή για καταστολή εμπεριέχει επίσης ρίσκα».
Πιθανότατα, η κινεζική ηγεσία θα αναγκασθεί να αντιμετωπίσει δημόσια αυτήν την αναταραχή.
«Ο Σι και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι θα αναγκασθούν να εμφανισθούν αργά ή γρήγορα. Διαφορετικά, η διαμαρτυρία κινδυνεύει να συνεχισθεί», σύμφωνα με τον Willy Wo-Lap Lam.
Οι αναλυτές θεωρούν ότι οι διαδηλώσεις θα συνεχισθούν.
«Μου φαίνεται ότι η δυσαρέσκεια μάλλον αυξάνεται παρά καταλαγιάζει», λέει ο Peter Frankopan.
Η σύλληψη του δημοσιογράφου του BBC «προκαλεί σοκ και είναι απαράδεκτη», σύμφωνα με εκπρόσωπο του πρωθυπουργού Σούνακ
Η σύλληψη στην Κίνα ενός δημοσιογράφου του BBC, ο οποίος κάλυπτε τις διαμαρτυρίες εναντίον της κινεζικής πολιτικής της μηδενικής Covid, «προκαλεί σοκ και είναι απαράδεκτη», δήλωσε σήμερα εκπρόσωπος του βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ.
Η Βρετανία θα εκφράσει της ανησυχίες της στην Κίνα για την απάντηση των κινεζικών αρχών στις διαμαρτυρίες, ενώ ταυτόχρονα η βρετανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει εποικοδομητικές σχέσεις με τη χώρα σε άλλα θέματα, δήλωσε ο εκπρόσωπος.
«Θα συνεχίσουμε να εκθέτουμε σε όλα τα επίπεδα της κινεζικής κυβέρνησης τις ανησυχίες μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο μιας ειλικρινούς και εποικοδομητικής σχέσης», πρόσθεσε.
«Η σύλληψη αυτού του δημοσιογράφου, ο οποίος έκανε απλώς τη δουλειά του, προκαλεί σοκ και είναι απαράδεκτη. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να εκφοβίζονται», τόνισε.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ