Τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος: Σε ηλικία 82 ετών έφυγε από τη ζωή ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης.
Στην Ελλάδα στον δημόσιο λόγο μετά το 1974 αναφερόταν συχνά ως Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.
Μετά την κατάργηση της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας το 1974, επανειλημμένα είχε δηλώσει ότι αναγνωρίζει τη δημοκρατία, τους νόμους και το Σύνταγμα της Ελλάδας, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο “βασιλιάς Κωνσταντίνος,” αν και δεν χρησιμοποιούσε πλέον το «Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων».
Έλληνες πολιτικοί υποστήριξαν ότι ο Κωνσταντίνος θα έπρεπε να διαθέτει επώνυμο, εφόσον δεν κατέχει πλέον το βασιλικό αξίωμα. Το επίσημο Ελληνικό διαβατήριο του Κωνσταντίνου τον προσδιόριζε ως «Κωνσταντίνο, πρώην βασιλέα των Ελλήνων». Όμως, με βάση τον νόμο του 1994, το διαβατήριο αυτό του αφαιρέθηκε μαζί με την ιθαγένεια. Ο νόμος του έδινε τη δυνατότητα να τα ανακτήσει μόνο εάν υιοθετούσε επώνυμο, κατά το πρότυπο άλλων έκπτωτων βασιλικών δυναστειών της Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να αποκτήσει επώνυμο για λόγους αρχής: «Δεν έχω επώνυμο – η οικογένειά μου δεν έχει επώνυμο. Ο νόμος που ο κ. Παπανδρέου (εννοούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου) πέρασε βασικά λέει ότι θεωρεί ότι δεν είμαι Έλληνας και ότι η οικογένειά μου ήταν Ελληνική μόνο ενόσω ασκούσαμε τα μοναρχικά μας καθήκοντα, και έπρεπε να παρουσιαστώ και να αποκτήσω ένα επώνυμο. Το πρόβλημα είναι ότι η οικογένειά μου προέρχεται από τη Δανία, και η Δανική βασιλική οικογένεια δεν έχει επώνυμο. Το Glücksburg δεν ήταν επώνυμο αλλά το όνομα μιας πόλης». Στο δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας αναφερόταν συνήθως ως Τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφασή του με αριθμό Α4575/1996 αναγνώριζε ότι η ονομασία “Κωνσταντίνος, τέως Βασιλεύς των Ελλήνων” μπορούσε να προσδιορίσει την ταυτότητα του Κωνσταντίνου. Αναγράφεται στην απόφαση:
«Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών, για να προσδιορίσει την ταυτότητά του, αναφέρει, στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ότι η αίτηση αυτή ασκείται από τον Κωνσταντίνο, πρώην βασιλιά των Ελλήνων. Η ονομασία αυτή, “πρώην βασιλιάς”, αναφέρεται στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, επωνύμου. Έχει, δηλαδή, την έννοια ότι ο αιτών είναι ο Κωνσταντίνος εκείνος που διατέλεσε βασιλιάς των Ελλήνων έως την έκπτωσή του. Πρόκειται για αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και άλλα στοιχεία, μπορεί πράγματι να προσδιορίσει την ταυτότητα του πιο πάνω προσώπου, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να τύχει δικαστικής προστασίας.»
Ο Κωνσταντίνος διέθετε διπλωματικό διαβατήριο της Δανίας ως “Constantine de Grecia” (ισπανικά: «Κωνσταντίνος της Ελλάδας») ενώ οι σύγχρονες συνθήκες διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η εξέλιξη των πολιτικών ηθών στην Ελλάδα είχαν καταστήσει ξεπερασμένο το ζήτημα του διαβατηρίου για ταξίδια προς την Ελλάδα. Το 2003 ταξίδευσε στην Ελλάδα με αυτό το όνομα.
Ενίοτε, εκτός Ελλάδος και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, ο Κωνσταντίνος αποκαλούταν ως «Βασιλιάς Κωνσταντίνος» (King Constantine) και προσφωνούταν Μεγαλειότατος (His Majesty). Π.χ. αποκαλούταν έτσι στις επίσημες ιστοσελίδες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, της Παγκόσμιας Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και της Διεθνούς Ενώσεως Μοντέρνου Πεντάθλου, οργανισμών στους οποίους δραστηριοποιείται.
Το 2015 εκδόθηκε από την εφημερίδα Το Βήμα η τρίτομη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Χωρίς Τίτλο», που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις.